Книга Κριτήριο Λάιμπνιτς - читать онлайн бесплатно, автор Maurizio Dagradi
bannerbanner
Вы не авторизовались
Войти
Зарегистрироваться
Κριτήριο Λάιμπνιτς
Κριτήριο Λάιμπνιτς
Добавить В библиотекуАвторизуйтесь, чтобы добавить
Оценить:

Рейтинг: 0

Добавить отзывДобавить цитату

Κριτήριο Λάιμπνιτς

Table of Contents

  Εισαγωγή 1

  Μετά την Εισαγωγή 1

  Πρόλογος 2

  Πρώτο Μέρος 5

  Κεφάλαιο Ι 6

  Κεφάλαιο ΙΙ 8

  Κεφάλαιο ΙΙΙ 13

  Κεφάλαιο IV 16

  Κεφάλαιο V 21

  Κεφάλαιο VI 22

  Κεφάλαιο VII 36

  Κεφάλαιο VIII 39

  Κεφάλαιο IX 50

  Κεφάλαιο X 60

  Κεφάλαιο XI 61

  Κεφάλαιο XII 69

  Κεφάλαιο XIII 73

  Κεφάλαιο XIV 82

  Κεφάλαιο XV 90

  Κεφάλαιο XVI 99

  Κεφάλαιο XVII 109

  Δεύτερο μέρος 115

  Κεφάλαιο XVIII 116

  Κεφάλαιο XIX 128

  Κεφάλαιο XX 139

  Κεφάλαιο XXI 145

  Κεφάλαιο XXII 150

  Κεφάλαιο XXIII 164

  Κεφάλαιο XXIV 174

  Κεφάλαιο XXV 177

  Κεφάλαιο XXVI 183

  Κεφάλαιο XXVII 193

  Κεφάλαιο XXVIII 205

  Κεφάλαιο XXIX 217

  Κεφάλαιο XXX 220

  Κεφάλαιο XXXI 221

  Κεφάλαιο XXXII 230

  Κεφάλαιο XXXIII 240

  Κεφάλαιο XXXIV 255

  Κεφάλαιο XXXV 264

  Τρίτο Μέρος 276

  Κεφάλαιο XXXVI 277

  Κεφάλαιο XXXVII 304

  Κεφάλαιο XXXVIII 313

  Κεφάλαιο XXXIX 325

  Κεφάλαιο XL 333

  Κεφάλαιο XLI 348

  Κεφάλαιο XLII 357

  Κεφάλαιο XLIII 378

  Κεφάλαιο XLIV 385

  Κεφάλαιο XLV 392

  Κεφάλαιο XLVI 400

  Κεφάλαιο XLVII 408

  Κεφάλαιο XLVIII 420

  Κεφάλαιο XLIX 429

  Κεφάλαιο L 436

  Κεφάλαιο LI 446

  Κεφάλαιο LII 457

  Κεφάλαιο LIII 465

  Κεφάλαιο LIV 474

  Κεφάλαιο LV 481

  Κεφάλαιο LVI 499

Κριτήριο Λάιμπνιτς

του

Maurizio Dagradi

Εισαγωγή

Σε κανέναν δεν αρέσει να διαβάζει εισαγωγές, ούτε και σε μένα, γι’αυτό θα είμαι σύντομος.

Αυτό το βιβλίο θέλει να συμβάλλει στο άνοιγμα της σκέψης πάρα πολλών σκεπτικών ανθρώπων που, ενστικτωδώς, δεν πιστεύουν ότι το Σύμπαν σφύζει από ζωή ή δεν έχουν αντιμετωπίσει ακόμη αυτό το ζήτημα.

Όποιος έχει προσπαθήσει να τους εξηγήσει με τρόπο λιγότερο ή περισσότερο υποστηρικτικό, λιγότερο ή περισσότερο επιστημονικό, λιγότερο ή περισσότερο φιλοσοφικό, το πώς θα έπρεπε να είναι στην πραγματικότητα τα πράγματα, θα έχει σίγουρα διαπιστώσει ότι ο αριθμός των ατόμων που, πραγματικά, κατάφερε να πείσει είναι αμελητέος, σε σχέση με το σύνολο των ατόμων με τα οποία μίλησε. Δεν ξέρω γιατί. δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι εκ γενετής ή αν οφείλεται στις πληροφορίες με τις οποίες έχει έρθει σε επαφή ένας άνθρωπος στη νηπιακή ηλικία, ή αν είναι κάτι άλλο. Γεγονός είναι ότι αυτή η τραγική κατάσταση είναι ταπεινωτική για το ανθρώπινο είδος, το οποίο είναι μόνο ένα από τα πολυάριθμα άλλα είδη στο Σύμπαν.

Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι αυτήν την στιγμή κάποιος ονειροπόλος και ματαιόδοξος, σαν κι εμένα, γράφει έναν παρόμοιο πρόλογο σε ένα παρόμοιο βιβλίο, στον πρώτο πλανήτη του Έψιλον Ηριδανού, στην προσπάθεια να πείσει τους αναγνώστες του ότι μπορεί να υπάρχουν κι άλλα είδη, με μόνο δύο πόδια και δύο χέρια, κι ότι ίσως δεν εισπνέουν υγρή φορμαλδεΰδη.

Μετά την Εισαγωγή

Αν φτάσατε ως εδώ, σας αγαπώ. Σας αγαπώ, γιατί έχετε ήδη τη φλόγα ή θέλετε να την ανάψετε.

Στο μεταξύ, αποχαιρετήστε αυτούς που δεν έφτασαν ως εδώ, και τώρα με βρίζουν με τις πιο σκληρές και ταπεινωτικές προσβολές, που μπορούν να εκφράσουν με το λεξιλόγιό τους. Αυτοί θα πάνε στο σημείο πώλησης από όπου αγόρασαν απερίσκεπτα αυτό το καημένο το βιβλίο, θα το χτυπήσουν πάνω στον πάγκο και θα ζητήσουν επιστροφή χρημάτων ή την αντικατάστασή του με άλλο βιβλίο, δείχνοντας στο δύσμοιρο υπάλληλο όλη τους την απογοήτευση, από το γεγονός ότι κάποιος εκδότης είχε τόσο άσχημο γούστο, ώστε να εκδώσει ένα σκουπίδι αυτού του είδους. Αυτά τα άτομα δεν θα πιστέψουν ποτέ μαζί με εμάς σε μία Αλήθεια, αν ποτέ υπήρχε κάποια εκτός της θρησκείας που λατρεύουν, η οποία απαιτεί μία Πράξη Πίστης.

Πρόλογος

Το μαχητικό ελικόπτερο σηκώθηκε στα 10 μέτρα ύψος, πάνω από το δύσοσμο έλος, με τον ουραίο έλικα να σταματά κάπου-κάπου, αφήνοντας την άτρακτο να περιστρέφεται γύρω από το φυσικό της άξονα, αντίθετα από τη φορά του κύριου έλικα. Αμέσως μετά, ο έλικας ξεκινούσε και πάλι και η ευαίσθητη ισορροπία επανερχόταν με επικίνδυνες κλίσεις μέχρι την επόμενη φορά, που θα μπορούσε να είναι και η τελευταία. Χωρίς τον ουραίο έλικα, το ελικόπτερο θα περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό του και οποιαδήποτε πιθανότητα ελέγχου του αεροσκάφους θα πήγαινε σίγουρα χαμένη.

Μέσα στην καμπίνα, ο πιλότος πάλευε να κρατήσει τη στάση πτήσης και τη θέση του αεροσκάφους, λειτουργώντας τα πηδάλια με λεπτότητα και ακρίβεια, που έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τις γενικές συνθήκες που επικρατούσαν γύρω του: από την αριστερή ωμοπλάτη του προεξείχε ένα κομμάτι γυαλί, που προερχόταν από το αλεξήνεμο της καμπίνας και το οποίο είχε μπει, τουλάχιστον, πέντε εκατοστά μέσα στη σάρκα του. Γύρω από το τραύμα, η στολή πτήσης ήταν γεμάτη αίμα, το οποίο εξαπλωνόταν γρήγορα προς το χέρι και το θώρακα του άνδρα. Πολλά ακόμη κομμάτια γυαλιού ήταν σκορπισμένα στα γόνατά του και στο πάτωμα του πιλοτηρίου.

Στα δεξιά του, ο δεύτερος πιλότος ήταν ξαπλωμένος, γυρισμένος προς τα πίσω, δεμένος στο κάθισμα, με το λαιμό του σκισμένο από ένα άλλο θραύσμα γυαλιού. Το αίμα ανάβλυζε άφθονο από την κομμένη καρωτίδα του, αντλούμενο ασταμάτητα από την ανυποψίαστη καρδιά.

Ο κυβερνήτης προσπαθούσε να κρατήσει σταθερό το ελικόπτερο, πάνω από το καθορισμένο σημείο αλλά, για να το κάνει, έπρεπε να χρησιμοποιήσει μόνο οπτικές αναφορές, καθώς όταν χτυπήθηκε το αλεξήνεμο και τον κάλυψαν τα θραύσματα, στη θέα του συναδέλφου του, έκανε εμετό πάνω στον πίνακα ελέγχου και τώρα σχεδόν όλα τα όργανα ήταν γεμάτα με ένα κιτρινωπό υγρό και δεν φαίνονταν. Με τον ουραίο έλικα πλήρως αναξιόπιστο, δεν μπορούσε να αφήσει ούτε το ένα χέρι από τα πηδάλια, ακόμη και για εκείνα τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που αρκούσαν, για να καθαρίσει επαρκώς τα απαραίτητα όργανα.

Οι μόνες του αναφορές ήταν ο μακρινός ορίζοντας, πάνω στον οποίο βάραινε το βιολετί, αφύσικο φως του λυκόφωτος αυτού του καταραμένου μέρους και το σκοτεινό δάσος στα αριστερά του, απ’όπου βγήκαν, λίγα λεπτά νωρίτερα, τα άλλα μέλη αυτής της αποστολής.

Στο χώρο αποσκευών, πίσω από την καμπίνα του πιλοτηρίου, δύο στρατιώτες ήταν πεσμένοι στο πάτωμα σε περίεργη στάση, σαν δύο σακιά πατάτες, τυχαία πεταμένα. Ο πρώτος ήταν σωματώδης, μεσαίου αναστήματος, με μαύρα μαλλιά και γένια λίγων ημερών. Το δεξί του πόδι είχε υποστηριχθεί με νάρθηκα, για να κρατά ευθυγραμμισμένο το σπασμένο μηρό του. Το παντελόνι του ήταν σκισμένο και η μπότα του είχε βγει. Όλο το πόδι ήταν καλυμμένο με αίμα που είχε πήξει. Ο άνδρας ήταν αναίσθητος από την αιμορραγία που επακολούθησε το πολλαπλό κάταγμα. Ο σφυγμός του ήταν αργός και αδύναμος, το σώμα παγωμένο, με την ωχρότητα του θανάτου.

Ο δεύτερος στρατιώτης ήταν γυναίκα. Είχε κοντά, ξανθά μαλλιά καλυμμένα με αίμα, που έβγαινε από ένα εκτενές τραύμα στο κεφάλι, πάνω από το αριστερό αυτί. Ένα κομμάτι δέρματος, διαμέτρου τουλάχιστον έξι εκατοστών, έλειπε ολοσχερώς, μαζί με τα μαλλιά που βρίσκονταν εκεί, κι αυτή η παραμόρφωση φαινόταν παράλογη σε σχέση με τα λεπτά χαρακτηριστικά της κοπέλας, τη στρογγυλεμένη γνάθο, το μικρό το πηγούνι, τη λίγο μυτερή μύτη και τα σαρκώδη χείλη. Τα μάτια ήταν κλειστά, αλλά τα βλέφαρα κινούνταν απότομα, παρόλο που δεν τα άνοιγε. Τα χείλη έτρεμαν, σαν να έκαναν μία σιωπηλή συζήτηση, και το σώμα διέτρεχαν ρίγη, από τον υψηλό πυρετό.

Οι στολές και των δύο δεν είχαν κανένα όνομα και κανένα διακριτικό σήμα. Κανένα διακριτικό με το όνομα, τον βαθμό, τίποτα που να μπορούσε να τους ταυτοποιήσει. Αυτοί οι δύο υπηρετήσουν στη SAS, στην πιο καλά εκπαιδευμένη μονάδα των Ειδικών Δυνάμεων. Ήταν ανώτερη βαθμίδα πολεμιστών, έτοιμοι να λειτουργήσουν και να επιβιώσουν σε απίθανες συνθήκες, σε οποιοδήποτε κλίμα και με οποιοδήποτε εχθρό, γρήγοροι, αποτελεσματικοί, θανατηφόροι. Οι αποστολές τους ήταν πάντα μυστικές. έτσι, οι ταυτότητά τους έπρεπε, πάντα, να αποκρύπτεται.

Και τώρα ήταν ανυπεράσπιστοι και χτυπούσαν εδώ κι εκεί, με κάθε κλίση του ελικοπτέρου, ενώ το μόνο πράγμα που τους γλίτωνε από το να πέσουν έξω από το ελικόπτερο, ήταν ένα σκοινί δεμένο στη ζώνη τους, που τους ασφάλιζε σε μία χειρολαβή, του χώρου αποσκευών.

Τα όπλα πάνω στο αεροσκάφος, ήταν εντελώς άδεια, συμπεριλαμβανομένου και του καινούργιου όπλου με πλάσμα, που τώρα κρεμόταν, σχεδόν λιωμένο, από τη βάση του, κάτω από την κοιλιά του ελικοπτέρου. Ήταν το αρχέτυπο και δεν αναμενόταν ότι θα χρειαζόταν να πυροβολεί συνεχόμενα, για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Και όλο αυτό, στην προσπάθεια να φτάσουν στο σημείο επικοινωνίας και να κρατηθεί η θέση πτήσης.

<Άνταμς! Έτοιμος να κατέβω!>, η κλήση έφτασε δυνατή και καθαρή στα ακουστικά του πιλότου.

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ο ουραίος έλικας σταμάτησε, για μία ακόμη φορά, αλλά εκείνος επανέφερε αμέσως τη θέση του αεροσκάφους, ενώ απαντούσε:

<Έτοιμος, κύριε!>

Κάτω από το ελικόπτερο, μέσα στη λεκάνη που σχημάτιζε η δίνη του έλικα στο δύσοσμο νερό, τρεις φιγούρες, σε ευθεία παράταξη, σαρώνονταν από την κυκλική ροή του αέρα, που έπεφτε με βία πάνω τους.

Ο Ταγματάρχης Κάμντεν πυροβολούσε ασταμάτητα προς το δάσος με το μυδραλιοβόλο, που το κρατούσε το με τα χέρια, παρά την απαγορευτική ένδειξη. Το όπλο ήταν καυτό και πολύ βαρύ. Ο στρατιωτικός έτριζε τα δόντια, ενώ το έσφιγγε και με τα χέρια του που έκαιγαν, το δάχτυλο κλειδωμένο στη σκανδάλη, με μάτια ερεθισμένα που εξέφραζαν πολύ δυνατό, ακατάσβεστο πόνο, που μετατρεπόταν σε ένα χείμαρρο από σφαίρες που ξέρναγε η μαύρη κάνη αυτού του εργαλείου του θανάτου. Ο Κάμντεν, ήταν καλυμμένος με αίμα, από την κορυφή ως τα νύχια, εν μέρει από μερικά επιφανειακά τραύματα στο θώρακα και στα χέρια, αλλά κυρίως, από το αίμα των τραυματισμένων συντρόφων του, τους οποίους έπρεπε να βοηθήσει και να σύρει μέχρι τον τόπο συλλογής.

<Ταγματάρχα!>

Ο Κάμντεν μόλις που άκουσε την κοπέλα που ούρλιαζε για να ξεπεράσει τον ακατάπαυστο σφυροκόπημα του πολυβόλου. Εκείνη, με τα πόδια σταθερά καρφωμένα στη λάσπη του έλους, κρατούσε υποβασταζόμενο, έναν αναίσθητο νεαρό, με σκούρο δέρμα, που είχε γείρει με το πρόσωπο προς τα πάνω και ο μισός είχε βυθιστεί στο νερό. Το κεφάλι του κρεμόταν αδρανές, το στόμα του μισάνοιχτο, το μάτια κλειστά. Από ένα βαρύ τραύμα στην κοιλιακή χώρα, έβγαινε μέρος από τα σωθικά του.

Η κοπέλα κοίταζε με απελπισία το δάσος, μετά το τραυματισμένο αγόρι, μετά τον Ταγματάρχη, που συνέχιζε να πυροβολεί. Είχε φτάσει στο αποκορύφωμα των δυνάμεών του, τα μαύρα μαλλιά του ήταν κολλημένα στο κεφάλι του από τον ιδρώτα και τη βρώμα που κάλυπταν με ένα καφετί χρώμα όλο του το κορμί, στο οποίο είχαν κολλήσει ρούχα ποτισμένα από τη δύσοσμη λάσπη.

<Ταγματάρχα!> φώναξε πάλι, με μία υστερική κραυγή.

O Κάμντεν της απάντησε με τη σειρά του με μία κραυγή, χωρίς να σταματά να ξερνά φωτιά προς το δάσος.

<Τώρα έχουμε αρκετό πλεονέκτημα για να μπορέσουμε να προσγειώσουμε το ελικόπτερο! Άνταμς! Τώρα!

<Ρότζερ1, κύριε!>

Ο Άνταμς ξεκίνησε την κατάβαση, αλλά μόλις έφτασε περίπου στα έξι μέτρα ύψος, ο ουραίος έλικας έβγαλε ένα στριγκό ήχο και το ελικόπτερο ξεκίνησε να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του. Ο πιλότος προσπαθούσε μάταια να επανεκκινήσει τον έλικα, κάνοντας μανούβρες, προσπαθώντας να ανέβει και πάλι προς τα πάνω.

<Κίνδυνος, κίνδυνος! Φύγετε από εκεί!> ούρλιαξε ο Άνταμς.

O Κάμντεν είδε με την άκρη του ματιού του το ανεξέλεγκτο ελικόπτερο και ανέλαβε αμέσως την κατάσταση. Δεν υπήρχε χρόνος να ξεφύγουν και, σε κάθε περίπτωση, ήταν προτιμότερο να συνθλιβούν από το ελικόπτερο που έπεφτε, σε σχέση με το αποτρόπαιο πεπρωμένο, που τους πλησίαζε από το δάσος. Στο πρόσωπό του είχε διαγραφεί ένα ειρωνικό χαμόγελο και το βλέμμα του έλαμπε με ένα σατανικό φως, η έκφραση ενός άντρα, που έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατό του και τον προκαλεί. Συνέχιζε με βία να πυροβολεί μέσα στο σκοτάδι, χωρίς να αισθάνεται πλέον ούτε τον πόνο από το πυρακτωμένο σίδερο ούτε το βάρος του όπλου.

Κι η κοπέλα κατάλαβε.

<Όχι!> φώναξε απελπισμένη, με όλη την ενέργεια που της απέμενε.

<Όχι, όχι, όχι! Όχι τώρα!> Έκλαιγε αναστατωμένη. <Τόσο κοντά, τόσο κοντά...γιατί;! Γιατί;>

Χαμήλωσε το βλέμμα στο τραυματισμένο αγόρι, κι ένα τεράστιο βάρος έπεσε στην ψυχή της. Ήταν, πλέον, ένα βήμα πριν το θάνατο.

Η καρδιά του χτυπούσε.

Και σε αυτή τη φρικτή στιγμή, ενώ υποβάσταζε τον αγόρι της, με το ελικόπτερο που μπορούσε να τη συνθλίψει από στιγμή σε στιγμή, με τον ήχο του πολυβόλου, που την τάραζε, και με τα πόδια ως τη μέση βυθισμένα στο δύσοισμο νερό, η σκέψη της πήγε σε αυτό που είχε αποκλείσει εδώ και καιρό, στριμώχνοντάς το σε μία σκοτεινή γωνιά της μνήμης της.

Σήκωσε το πρόσωπό της στον ουρανό, και με δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλα, που τα μαστίγωνε ο δυνατός αέρας που δημιουργούσε το χαλασμένο ελικόπτερο, άρχισε να προσεύχεται:

<Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς,ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου,ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου,γενηθήτω τὸ θέλημά σου,ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς…>

Πρώτο Μέρος

“Σε νιώθουμε κοντά μας, Ριού,

σε νιώθουμε κοντά μας.

Κάθε βράδυ, θα σε επισκεπτόμαστε στη σκοτεινή θάλασσα,

και θα ξέρουμε ότι μας περιμένεις εκεί

με τα δυνατά σου χέρια..

Θα ανέβεις στη βάρκα σαν τον αφρό της θάλασσας

και δίπλα μας, μαζί μας θ a τραβάς τα δίχτυα,

όπως εκείνες τις νύχτες παλιά,

όταν τα μάτια και το χαμόγελό σου

μας έκαναν να αντιμετωπίζουμε ευτυχισμένοι την καταιγίδα.”

Noboru

Κεφάλαιο Ι

Όλα ξεκίνησαν απλά, όπως γίνεται συχνά, σε αυτές τις περιπτώσεις.

Ο φοιτητής Μαρρόν, ξεκινούσε να τακτοποιήσει τον εξοπλισμό πάνω σε ένα πάγκο, σε ένα από τα εργαστήρια Φυσικής του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, μουρμουρίζοντας πολύ ενοχλημένος, γιατί αυτό του το είχε επιβάλλει ο καθηγητής Ντρου, όταν έφευγε για να γυρίσει σπίτι του.

<Τακτοποίησε το πείραμά μου, προτού φύγεις, Μαρρόν, έτσι δε λειτουργεί!>, είχε διατάξει.

Μα δεν μπορούσε να περιμένει το επόμενο πρωί; Τώρα, ήταν αργά το βράδυ. Ποιος διάολος θα ερχόταν να ελέγξει αν το εργαστήριο είχε τακτοποιηθεί;

<Ουφ!>, αναστέναξε παραιτημένος ο Μαρρόν, <Ο δρόμος της Φυσικής περνά και μέσα από τη σχολαστικότητα των ηλικιωμένων καθηγητών.>

Είχε ακουμπήσει το σάντουίτς του με προσούτο πάνω σε μία μεταλλική πλάκα, που αποτελούσε μέρος του πειράματος, γιατί είχε πετάξει το περιτύλιγμα αμέσως πριν την τακτοποίηση του Ντρου κι αυτή η πλάκα φαινόταν, προς στιγμήν, το πιο καθαρό πράγμα, σε εκείνο το εργαστήριο.

Ήταν έτοιμος να αρπάξει τον εξοπλισμό, όταν ο γάτος του εργαστηρίου, ένα σκασμένο πορτοκαλί και τριχωτό γατί, με ένα αστραπιαίο άλμα, ανέβηκε στον πάγκο, περπάτησε πάνω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή, άρπαξε το πάνω μέρος από το σάντουιτς, άλλαξε με τα πόδια του κάποιες μικρομετρικές ρυθμίσεις και, στο τέλος, πήδηξε στο πάτωμα. Όλο αυτό σε μερικά δέκατα του δευτερολέπτου.

Ο Μαρρόν έβγαλε μία στριγκή κραυγή και άρχισε να κυνηγά το γάτο, ο οποίος στη στιγμή βρήκε καταφύγιο στο πιο ψηλό ράφι του εργαστηρίου.

Ο φοιτητής έφτασε έξαλλος κάτω από το ράφι, κουνώντας τις γροθιές του προς την κατεύθυνση του γάτου και κάνοντάς τον αντικείμενο όχι πολύ επιεικών φιλοφρονήσεων. Μετά, ως λογικός άνθρωπος που ήταν, εκτίμησε ότι η ενέργεια που απαιτούσε η αβέβαιη προσπάθεια για να ξαναπάρει το κλοπιμαίο, ήταν πολύ μεγαλύτερη από την ενέργεια που θα έπαιρνε από αυτό, έτσι παρηγορήθηκε και τα παράτησε σκεπτόμενος ότι, κατά κάποιο τρόπο, έτσι κέρδιζε. Έριξε μία τελευταία ματιά αποδοκιμασίας στον γάτο και επέστρεψε στον πάγκο.

Όταν βρέθηκε μπροστά στα απομεινάρια του καημένου του σάντουίτς του και το παρατήρησε, ξαφνικά σταμάτησε και, σιγά-σιγά η συνείδηση που κατηύθυνε το μυαλό του, μπήκε σταδιακά σε ένα είδος λήθαργου, με τα μάτια ορθάνοιχτα, ζωηρά, καρφωμένα πάνω στο σάντουιτς. Κρύος ιδρώτας ξεκινούσε από το μέτωπό του και έσταζε άφθονος κατά μήκος του λαιμού του, που ήταν ήδη πια πολύ βρεγμένος, τα ρούχα του μουσκεμένα, χέρια που έτρεμαν, οι πνεύμονες σπαρταρούσαν στην απέλπιδα αναζήτηση αέρα.

Προς το κέντρο του σάντουιτς, κάπως προς τα δεξιά, έλειπε ένα μέρος κι αυτό το μέρος δεν ήταν μίας οποιασδήποτε μορφής, γεγονός που θα τον έκανε φυσιολογικά να σκεφτεί ότι ο γάτος το αφαίρεσε μαζί με το υπόλοιπο. Όχι, ήταν ένα κομμάτι μήκους, περίπου τεσσάρων εκατοστών, με πλάτος περίπου ένα εκατοστό και κυματοειδές, με τρόπο παράλληλο στα μακριά τμήματά του, τα οριζόντια.

Δεν υπήρχαν ίχνη καψίματος, ψίχουλων ή υπολείμματα κάποιου τύπου, κάποια μυρωδιά ή ατμοί από καύση. Απλά, αυτό το κομμάτι του σάντουιτς δεν υπήρχε πια.

Αυτό το κομμένο κομμάτι του σάντουιτς είχε «μετακινηθεί»; Είχε «αποσυντεθεί»; «.....τι»;

Στο μυαλό του Μαρρόν, πέρασαν με αστραπιαία ταχύτητα όλες οι υποθέσεις τις οποίες γνώριζε, συμβατικές και μη, και καθώς άρχισε να του φεύγει η καταληψία, η αναπνοή του επανήλθε, σταδιακά, στα φυσιολογικά επίπεδα κι εκείνος επέστρεψε στο παρόν.

Ο Μαρρόν δεν το ήξερε ακόμη σίγουρα, αλλά η Ανθρώπινη Ιστορία, ήταν σε μία βασική καμπή.

Τώρα.

Για πάντα.

Κεφάλαιο ΙΙ

Προσέχοντας πολύ να μη χτυπήσει ούτε στο ελάχιστο τον πάγκο και καρφώνοντας, ταυτόχρονα, το βλέμμα στον γάτο που ήταν κουλουριασμένος πάνω στο ράφι, σε απόσταση περίπου 10μέτρων διατεθειμένος να ροκανίσει το κομμάτι του ψωμιού, ο Μαρρόν κινήθηκε προς το τηλέφωνο, που βρισκόταν στον τοίχο πίσω από εκείνον. Έψαχνε τον αριθμό του σπιτιού του Ντρου: μία φορά τον είχε καλέσει για κάποια διευκρίνηση, σχετικά με μία εργασία. Τελείωνε σε 54 ή σε 45;

<Ω, κομμάτια να γίνει!>

Σχημάτισε τον πρώτο αριθμό και, μετά από μία σύντομη αναμονή, ο καθηγητής απάντησε στο τηλέφωνο:

<Γκουχ!…Παρακαλώ>, ο καθηγητής είχε κρυολογήσει.

<Καθηγητά, ο Μαρρόν είμαι, νομίζω ότι θα ήταν καλύτερο να επιστρέψετε αμέσως στο εργαστήριο, υπάρχει κάτι που θα πρέπει να δείτε και...>

<Μαρρόν!>, τον διέκοψε, χωρίς πολλά-πολλά, ο Ντρου, <Κοίτα, είχα μία πολύ άσχημη ημέρα: ο Πρύτανης με ενημέρωσε ότι τα κονδύλια για το εργαστήριό μας κόπηκαν κατά 40% και...γκουχ...κι επιπλέον, φαίνεται ότι ούτε αυτό το χρόνο θα με αφήσουν να βγω στη σύνταξη. Ελπίζω να είναι κάτι πολύ, πολύ σημαντικό!>

<Ωραία, Καθηγητά, πιστεύω ότι, αν δεν το θέλετε εσείς, θα κρατήσω το Νόμπελ μόνο για μένα>.

<Τι ασυναρτησίες λες, Μαρρόν; Δεν έχω χρόνο να χάσω σε αστεία!>

Ο Μαρρόν δεν εντυπωσιάστηκε.

<Το πείραμά σας, Καθηγητά. Έχει ένα αποτέλεσμα που... …>

Ο φοιτητής αντιλήφθηκε μία σύντομη αναταραχή και, λίγα δευτερόλεπτα μετά, άκουσε μία πόρτα να χτυπά. Ακόμη άκουγε τους ήχους του σπιτιού του Ντρου. Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή και φλυαρούσε, χωρίς νόημα, ως συνήθως. Ο Καθηγητής δεν μπήκε καν στον κόπο να την κλείσει.

Ο Μαρρόν παρέμεινε να φυλά το πείραμα, κρατώντας πάντα το βλέμμα στον γάτο, για να αποφύγει μία δεύτερη επίθεση, η οποία σίγουρα θα είχε καταστΤροφικές συνέπειες. Το ζώο έτρωγε το σάντουιτς με μικρές δαγκωματιές, αλλά με κάθε δαγκωματιά το φαγητό μειωνόταν πάρα πολύ και ο γάτος άρχισε να κοιτά ύπουλα τον πάγκο.

Ο Ντρου αργούσε να φτάσει.

Ο Μαρρόν μετάνιωνε που δεν έδωσε ποτέ φαγητό στον γάτο, αλλά ήξερε ότι άλλοι φοιτητές ασχολούνταν με αυτό. Αυτό που δεν ήξερε ήταν ότι εκείνη την ημέρα, αυτοί οι φοιτητές δεν έδωσαν στον γάτο να φάει, σίγουροι ότι θα ασχολούταν ο Μαρρόν με αυτό.

Στο μεταξύ, ο γατούλης είχε τελειώσει το σάντουιτς και τεντωνόταν, κοιτώντας με σκοπιμότητα τον πάγκο. Ο Μαρρόν άρχισε πάλι να ιδρώνει, αβέβαιος για το τι πρέπει να κάνει, όταν άκουσε το θόρυβο μίας πύλης που χτύπαγε και γρήγορες ομιλίες στον δρόμο που οδηγούσε στο εργαστήριο.

Η πόρτα άνοιξε απότομα και μπήκε ο Ντρου. Μόλις έβαλε το κεφάλι του μέσα, το βλέμμα του αγκάλιασε όλο το σκηνικό και εκτίμησε ταχύτατα την κατάσταση: ο Μαρρόν ήταν ακίνητος μπροστά στον πάγκο, με τα μάτια καρφωμένα πάνω στον γάτο, ο οποίος φαινόταν να έχει σοβαρές προθέσεις να δαγκώσει το σάντουιτς που ήταν ακουμπισμένο στην πλάκα του πειράματος, το οποίο ακόμη φαινόταν να είναι σε πλήρη διάταξη.

Ο Ντρου είχε καλή σχέση με τον γάτο και έτσι τους έβγαλε από το αδιέξοδο, με έναν πολύ συνηθισμένο τρόπο :

<Νιλς!Μακριά!>

Στο άκουσμα αυτής της κοφτής εντολής, ο γατούλης, με αυτό το τόσο σημαντικό όνομα2, βγήκε αμέσως από το παράθυρο του εργαστηρίου, που ήταν πάντα μισάνοιχτο το βράδυ, για να επιτρέπει την ανανέωση του αέρα.

Ο Μαρρόν πήρε μία ανάσα ανακούφισης και άρχισε να χαλαρώνει. Πήγε να κλείσει το παράθυρο και ξεκίνησε να αναφέρεται στον καθηγητή. Του αφηγήθηκε τα σημαντικά γεγονότα, καθώς οι Φυσικοί είναι πολύπλοκα άτομα, και κατέληξε με την υπόθεσή του:

<Πιστεύω ότι ο γάτος βρήκε τυχαία, μία βασική ρύθμιση του πειράματος, η οποία παράγει μία επίδραση μετατόπισης ή αποσύνθεσης του υλικού, που έχει τοποθετηθεί πάνω στην πλάκα. Για την ώρα, δεν βλέπω κάποια άλλη εξήγηση>.

Κατά τη διάρκεια της εξιστόρησης, ο Ντρου παρατήρησε το πείραμα, κατανόησε όλες τις τιμές που καταγράφηκαν στον υπολογιστή και τις τελικές ρυθμίσεις πάνω στον συνδεδεμένο εξοπλισμό.

<Μαρρόν, προφανώς, έγινε όπως λες εσύ, αλλά ξέρεις πολύ καλά ότι όταν ένα πείραμα είναι έγκυρο, πρέπει να μπορεί να αναπαραχθεί. Ωραία, τώρα, θα απαθανατίσουμε την τρέχουσα κατάσταση και θα προσπαθήσουμε να αναπαράγουμε την αποτέλεσμα που παρατηρήσαμε>.

Πρώτα απ’όλα, χωρίς να αγγίξει τίποτα, ο Ντρου πήρε από ένα ράφι μία ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, εξοπλισμένη με μία συσκευή που βάζει ένα πλέγμα λεπτομερούς διαβάθμισης πάνω στη φωτογραφία που τραβά: φωτογράφισε όλα τα αντικείμενα πάνω στον πάγκο, μεμονωμένα και σε ομάδες, από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Το πλέγμα θα επέτρεπε τον προσδιορισμό των ακριβών αποστάσεων και γωνιώσεων, μεταξύ των αντικειμένων, κατά τρόπο που να επιτρέπει, αν χρειαζόταν, την ακριβή τοποθέτηση του πειράματος. Φωτογράφισε και την οθόνη του υπολογιστή, στην οποία εμφανίζονταν όλες οι παράμετροι βαθμονόμησης των διαφόρων εργαλείων, που λάμβαναν εντολές από αυτό και, στο τέλος ο Μαρρόν έσωσε τις παραμέτρους στο αρχείο.

Οι δυο τους θα μεταφόρτωναν σε έναν άλλο υπολογιστή όλες τις φωτογραφίες που τράβηξαν και τα αρχεία με τις παραμέτρους, θα δημιουργούσαν δύο αντίγραφα και θα τα φύλασσαν ξεχωριστά: ένα στην τσάντα του Ντρου κι ένα στη ζακέτα του Μαρρόν.

Τώρα ήταν η κρίσιμη στιγμή: έπρεπε να δοκιμάσουν να αναπαράγουν το αποτέλεσμα.

Ο Ντρου μετακίνησε το κομμάτι του ψωμιού πάνω στην πλάκα, έτσι ώστε να υπάρχει πάλι ψωμί στην περιοχή που είχε εξαφανιστεί το υλικό.

<Εφόσον δε γνωρίζουμε τίποτα, σχετικά με το πώς μπορεί να λειτουργήσει, θα προχωρήσουμε με απλό τρόπο, τροποποιώντας μία παράμετρο τη φορά και παρατηρώντας τι θα συμβεί. Μαρρόν, διάλεξε μία παράμετρο στον υπολογιστή. Θα ξεκινήσουμε από αυτή>.