banner banner banner
Οι Απόκληροι
Οι Απόκληροι
Оценить:
 Рейтинг: 0

Οι Απόκληροι


«Δεν έχει οσμή, μόνο μία οσμή από βρύα».

«Ακριβώς! Τα ούρα των ανδρών μυρίζουν σαν της γάτας αν τα έχεις τυλιγμένα, αλλά του μπαμπά σου όχι. Έτσι, δεν υπάρχει κρέας να σαπίσει. Συνεπώς, το αίμα του μπαμπά σου είναι νερό. Δεν μπορείς να ζήσεις για πολύ έχοντας νερό ως αίμα, μπορείς; Δεν έχει λογική, σωστά; Το αίμα μεταφέρει τα καλά στοιχεία στο σώμα, και στον πατέρα σου δεν υπάρχει, οπότε γι' αυτό είναι αδύναμος συνεχώς!

Πήγαινε σπίτι τώρα, δες αν είναι αργά, κι αν είναι ακόμα ζωντανός, γύρνα να με πάρεις με το σκούτερ σου. Πήγαινε και βιάσου!».

Η Ντιν βγήκε γρήγορα και έτρεξε για το σπίτι.

Όσο η Ντιν έλειπε για να δει τον πατέρα της, η Ντα ετοιμαζόταν να φύγει, καθώς ήξερε μέσα της ότι ο Χενγκ της δεν είχε πεθάνει ακόμα, όχι εντελώς, τέλος πάντων.

Επέλεξε μερικά βότανα, τα έβαλε στην τσάντα της, έριξε νερό στο πρόσωπό της έδεσε τα μαλλιά της με ένα μαντίλι λόγω του ρεύματος από την επερχόμενη βόλτα με το μηχανάκι. Έπειτα, βγήκε έξω να περιμένει την ανιψιά της.

Η Ντιν έφτασε λίγα λεπτά αργότερα μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης.

«Γρήγορα, θεία. Η μαμά λέεινα έρθεις γρήγορα γιατί είναι έτοιμος να πεθάνει».

Η Ντα ανέβηκε πλάγια στο σκούτερ, όπως μία κυρία, κι έφυγαν με τα μακριά μαλλιά της Ντιν να μαστιγώνουν το ρυτιδιασμένο πρόσωπό της επίπονα και προσπάθησε να τα αποφύγει.

Καθώς έφταναν, η Ντα κατέβηκε καθώς ήταν σβέλτη για την ηλικία της και έτρεξε να μπει στο σπίτι.

«Ευχαριστούμε που ήρθες τόσο γρήγορα, θεία Ντα. Είναι ξύπνιος στο κρεβάτι».

«Το μάντεψα ότι θα είναι στο κρεβάτι κι όχι με τις αγαπημένες του κατσίκες!» Σήκωσε την κουνουπιέρα και κάθισε στο ξύλινο πάτωμα δίπλα στο κεφάλι του. Πρώτα, κοίταξε το δέρμα του, τα μαλλιά του, το δέρμα του και μετά άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε μέσα τους.

«Κατάλαβα. Δείξε μου τα πόδια του!» Η Γουάν αποκάλυψε τα πόδια του άντρα της κι η Νταν έσκυψε να τα πιέσει και να τα δει καλύτερα.

«Δεν έχω ξαναδεί τέτοια σοβαρή έλλειψη ουσίας στο αίμα. Μου δίνεις την άδεια να πω στα παιδιά σου τι να κάνουν; Ωραία, θα επιστρέψω σύντομα. Βάλε στο κεφάλι του άντρα σου μερικά μαξιλάρια για να ανυψωθεί, θα στείλω μέσα την Ντιν να σε βοηθήσει ενώ ο Ντεν με βοηθάει έξω».

«Ναι, θεία, φυσικά. Οτιδήποτε για να βοηθήσω τον αγαπημένο μου Χενγκ».

«Ωραία, ας δούμε τι μπορούμε να κάνουμε, εντάξει;» είπε, σηκώθηκε και κατέβηκε στο ισόγειο.

«Ντιν, πήγαινε να βοηθήσεις τη μητέρα σου, Ντεν, έλα μαζί μου, όλοι πρέπει να δράσουμε σβέλτα και με ακρίβεια».

Η Ντιν έφυγε κι ο Ντεν ρώτησε τι μπορούσε να κάνει για να βοηθήσει.

«Πήγαινε και φέρε μου τον πιο δυνατό κόκκορα! Γρήγορα, παλικάρι μου!»

Όταν επέστρεψε με το πουλί ανά χείρας, η Ντα του το πήρε.

«Τώρα, δέσε τον πιο δυνατό σου τράγο σε έναν πάσσαλο τόσο δυνατά ώστε να μην μπορεί να κουνηθεί ούτε χιλιοστό· είτε καθιστός είτε όρθιος, το ίδιο μου κάνει».

Ενώ ο Ντιν έφυγε βιαστικά, η Ντα κούρνιασε στην άκρη του τραπεζιού, έκοψε τον λαιμό του κόκκορα, έχυσε το αίμα του σε ένα μπολ, πέταξε το άψυχο σώμα του στο καλάθι των λαχανικών στο τραπέζι και μετά ανέβηκε πάνω.

«Ντιν» είπε όταν έφτασε, «έχεις κατσικίσιο γάλα ή οποιοδήποτε γάλα στο ψυγείο; Αν όχι, πάρε μία κανάτα και φέρε φρέσκο, σε παρακαλώ».

Δεν χρειαζόταν να της πουν να βιαστεί, είχε ήδη φύγει.

«Εντάξει, Γουάν, ξύπνησε;»

«Όχι, πολύ, θεία, έτσι κι έτσι».

«Εντάξει, κλείσε του τη μύτη και θα του ρίξω το αίμα στον λαιμό του». Πίεσε το κλειστό του σαγόνι με τον δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο για να το ανοίξει, πίεσε προς τα πίσω το κεφάλι του κι έχυσε λίγο αίμα κοτόπουλου στον λαιμό του.

Η Ντα μάντεψε από τον τρόπου που ψέλλιζε ο Χενγκ σαν βενζινοκίνητο αμάξι ότι το τουλάχιστον το μισό αίμα κατέβαινε με τον σωστό τρόπο.

Ο Χενγκ άνοιξε ελαφρώς τα μάτια του.

«Τι μου κάνετε, παλιομάγισσες;» ψιθύρισε. «Αυτό ήταν απαίσιο!».

«Το φαντάστηκα» είπε η Ντα «πολύ έντονο, πρέπει να το συνηθίσει».

Όταν έφτασε η Ντιν, είπε «Φρέσκο γάλα, ακόμα ζεστό από τη Λουλουδένια, την καλύτερη κατσίκα μας».

Η Ντα το πήρε, το ανακάτεψε μισό-μισό με το εναπομείναν αίμα και το έχυσε στο λαιμό του Χενγκ όπως πριν με το ίδιο αποτέλεσμα, αλλά λίγη παραπάνω αντίσταση.

«Το βλέπεις αυτό; Δυναμώνει συνεχώς!Ο Χενγκ προσπαθεί να μας πολεμήσει, αντιστέκεται. Ίσως δεν τον χάσαμε εντελώς ακόμα!

Εντάξει! Γουάν, συνέχισε με το γάλα, αλλά κράτα το μισό που έμεινε. Θα γυρίσω σε λίγα λεπτά».

Κατέβηκε και φώναξε τον Ντεν.

«Είναι έτοιμη η κατσίκα;»

«Ναι, θεία, εκεί είναι».

«Ωραία, έλα μαζί μου».

Η Νταν έκοψε με το ξυράφι τη φλέβα του λαιμού της κατσίκας και στράγγισε μερικά λίτρα αίμα.

«Είδες πώς το έκανα; Προσπάθησε να το θυμάσαι γιατί θα χρειάζεται να το κάνεις κάθε μέρα από εδώ και πέρα».

Ανέβηκαν πάνω και εξεπλάγησαν που είδαν τον Χενγκ να μιλά με τη γυναίκα και την κόρη του σαν ασθενής σε νοσοκομείο μετά από αναισθησία: ζαβλακωμένος, αδύναμος και διστακτικός, αλλά κατανοητός.

Η Ντα ανακάτεψε το αίμα της κατσίκας με το εναπομείναν γάλα, αλλά του έδωσε πρώτα να γευτεί το ανόθευτο.

«Είναι αηδιαστικό, θεία!»

«Δοκίμασε αυτό, τότε» του είπε δίνοντάς του ένα ποτήρι με ροζ υγρό.

«Ναι, αυτό είναι αρκετά καλό. Τι είναι; Νιώθω ήδη να μου κάνει καλό».

Ο Χενγκ το ήπιε πρόθυμα.

«Είναι μιλκσέικ με βότανα. Καλό δεν είναι;»

«Ναι, θεία, πολύ καλό. Πολύ αναζωογονητικό. Έχει κι άλλο;»

Η Γουάν κοίταξε την ηλικιωμένη σαμάνο που έγνεψε.