Книга Ατροποσ - читать онлайн бесплатно, автор Federico Betti
bannerbanner
Вы не авторизовались
Войти
Зарегистрироваться
Ατροποσ
Ατροποσ
Добавить В библиотекуАвторизуйтесь, чтобы добавить
Оценить:

Рейтинг: 0

Добавить отзывДобавить цитату

Ατροποσ




Άτροπος

αρχικός τίτλος: Atropos

Μεταφράστηκε από: Athanasia Serepisou

Αφιερωμένο σε όλους εκείνους, που δε βλέπουν την ώρα να διαβάσουν αυτές τις ιστορίες

Ο άντρας κατέβηκε από το λεωφορείο της γραμμής 19, στην Πλατεία Μπράτσι, στο Σαν Λατζάρο ντι Σαβένα, έφτασε στο κτίριο, αγόρασε ένα αντίγραφο της εφημερίδας Il Resto Del Carlino κι άρχισε να την ξεφυλλίζει.

Κάθισε σε ένα από τα παγκάκια στην άκρη της πλατείας, για να διαβάσει την εφημερίδα και δεν βρήκε σημαντικές ειδήσεις: το πρωτοσέλιδο ήταν γεμάτο με θέματα της επικαιρότητας, ενώ στο εσωτερικό, βρήκε ειδήσεις για την οικονομία και, παρακάτω, σελίδες με τοπικές ειδήσεις της περιοχής της Μπολόνια, από την πόλη ως όλη την επαρχία.

Έριξε μία ματιά και στις μικρές αγγελίες, χωρίς να βρει κάτι ενδιαφέρον.

Δίπλωσε την εφημερίδα και, κρατώντας την κάτω από το μπράτσο του, περπάτησε κατά μήκος της οδού Εμίλια, στην κατεύθυνση προς Ίμολα.

Όταν έφτασε στην είσοδο της Τράπεζας, στη διασταύρωση με την οδό Τζούσι, περίπου 100 μέτρα παρακάτω, έσπρωξε την πρώτη βαριά πόρτα με το μεταλλικό πλαίσιο, μετά τη δεύτερη και μπήκε.

Εκείνη την ώρα το πρωί, υπήρχαν ελάχιστοι πελάτες και, σε λίγη ώρα, αφότου μπήκε, κατάφερε να είναι μπροστά από το πρώτο ταμείο, που ελευθερώθηκε, από τα τρία που ήταν ανοιχτά εκείνη τη στιγμή.

«Καλημέρα», τον χαιρέτισε η υπάλληλος, «πώς μπορώ να σας φανώ χρήσιμη;»

«Θα ήθελα να μιλήσω με το διευθυντή, αν δεν είναι απασχολημένος».

«Όπως θέλετε. Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;», ρώτησε η γυναίκα, που απέπνεε ένα φρουτώδες άρωμα, τόσο βαρύ, που καταντούσε να είναι, σχεδόν, ενοχλητικό.

«Όχι, μην ανησυχείτε. Απλά, σκεφτόμουν, πώς να επενδύσω καλύτερα και θα ήθελα να μιλήσω μαζί του ή μαζί της, σε περίπτωση που είναι γυναίκα, για να πάρω μία απόφαση».

«Γι’ αυτό, είναι διαθέσιμοι κι οι επενδυτικοί μας σύμβουλοι. Πιστεύω ότι μπορείτε να μιλήσετε, με την ησυχία σας, με κάποιον από αυτούς. Είναι όλοι τους έξυπνοι άνθρωποι. Εκτός κι αν επιθυμείτε να κάνετε μία απευθείας συζήτηση με τον διευθυντή ή έχετε συγκεκριμένους λόγους, που θέλετε να τον απασχολήσετε», εξήγησε η γυναίκα.

«Θα ήθελα να μιλήσω, απευθείας, με τον διευθυντή».

I


Εκείνη την ημέρα, ο Νταβίντε Παλιαρίνι, επέστρεφε από το γυμναστήριο, όπου περνούσε μία ή δύο ώρες, κάθε μεσημέρι της εβδομάδας, εκτός από τα Σαββατοκύριακα.

Έμενε μόνος του, σε μία πολυκατοικία στην οδό Βενέτσια, στο Σαν Λατζάρο ντι Σαβένα.

Είχε πάρει εκείνη την απόφαση, μετά από ένα χρόνο αρραβώνα κι ένα χρόνο συγκατοίκησης, με τη σύντροφό του. Είχαν συμφωνήσει από κοινού ότι δεν πήγαινε άλλο. Δεν μπορούσαν να μείνουν για πάντα μαζί γιατί, αντίθετα από ότι σκέφτονταν στην αρχή, όπως φαινόταν, δεν ήταν πραγματικά φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον.

Ρυθμοί ζωής και οπτικές, που διέφεραν πάρα πολύ, όσον αφορούσε το πώς περνούσαν την ημέρα τους αλλά και τη διαχείριση των χρημάτων.

Και, τελικά, το σκέφτηκαν καλά κι αποφάσισαν να πουν αντίο κι ο καθένας να πάρει το δρόμο του.

Έφτασε μπροστά στην πόρτα του κτιρίου, ανέβηκε τη σκάλα και μπήκε στο σπίτι.

Το διαμέρισμά του ήταν στον πρώτο όροφο ενός όχι πολύ ψηλού κτιρίου, που βρισκόταν μέσα στο πράσινο ενός ιδιωτικού κήπου με φυτά και δέντρα διαφόρων ειδών και μία περίφραξη, που οριοθετούσε την ιδιοκτησία.

Τα προτερήματα ήταν, τουλάχιστον, τρία: η σκιά, που δημιουργούσαν τα δέντρα, το οποίο σήμαινε μείωση των υψηλών θερμοκρασιών του καλοκαιριού, ένα άγγιγμα κομψότητας στην κατοικία και το γεγονός ότι, δύσκολα, μία πολυκατοικία με εσωτερικό κήπο, έλκυε τους διανομείς διαφημιστικών εντύπων.

Έχοντας ακουμπήσει κάτω τον αθλητικό σάκο που χρησιμοποιούσε στο γυμναστήριο κι ο οποίος είχε μέσα, κυρίως, μία αλλαξιά ρούχα και τα απαραίτητα για το ντους, τον άνοιξε, ετοιμάζοντάς τον για την επόμενη μέρα κι αποφάσισε να τον ελαφρύνει λίγο.

Λάτρευε τα μυθιστορήματα περιπέτειας συγγραφέων, όπως ο Κλάιβ Κάζλερ, παρόλο που μέχρι πριν λίγους μήνες, συνήθιζε να διαβάζει και θρίλερ και, γενικά, ιστορίες γεμάτες σασπένς. Αλλά, μετά το αυτοκινητιστικό δυστύχημα, στο οποίο είχε εμπλακεί, είχε αποφασίσει να τα αφήσει στην άκρη, για κάποιο χρονικό διάστημα.

Ήταν δική του υπαιτιότητα κι αυτό ήταν αδιαπραγμάτευτο και δεν μπορούσε να το συγχωρήσει στον εαυτό του: εκείνο το γεγονός είχε, σίγουρα, σημαδέψει την ψυχή του.

Προσπαθούσε, με κάθε τρόπο, να μην το σκέφτεται και συχνά το κατάφερνε αλλά, εκεί που δεν το περίμενε, η ανάμνηση επέστρεφε για να τον αρπάξει.

Αν είχε αποφύγει να πάρει εκείνο το χάπι...

Αλλά, τον είχε σαγηνεύσει το καινούργιο. Του είχαν πει: «Θα δεις πώς θα νιώσεις. Θα σε κάνει να πετάς στα αστέρια. Δοκίμασέ το: μετά θα μπορείς να το έχεις με έκπτωση».

Κι έτσι, είχε δοκιμάσει λέγοντας, ωστόσο, ότι δεν θα το ξανάκανε. Ήταν μόνο, από περιέργεια, για να καταλάβει πώς αισθανόσουν, αν δοκίμαζες αυτό το πράγμα.

Βγαίνοντας από τη ντισκοτέκ στην οποία πήγαινε συχνά- για να περάσει ένα σαββατόβραδο πέρα από τα συνηθισμένα και με την ελπίδα πως, ίσως, γνώριζε καινούργια άτομα με τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν φίλοι ή ακόμα και την αδελφή ψυχή, παρόλο που ήξερε κι ο ίδιος ότι θα χρειαζόταν χρόνος, για να χτίσει μία τέτοια σχέση- πήγε στο αυτοκίνητό του κι έβαλε μπροστά, για να γυρίσει σπίτι.

Από την ώρα που πήρε εκείνο το αναβράζον χάπι (πιες το σε ένα μικρό ποτήρι, τον είχαν συμβουλέψει), είχε περάσει τουλάχιστον μία ώρα και, όταν ο Νταβίντε βρισκόταν στον περιφερειακό της Μπολόνια με κατεύθυνση προς το σπίτι, άρχισε να νιώθει ανεβασμένος και να τον διακατέχει μία ευφορία. Πάτησε τέρμα το γκάζι, γιατί αισθανόταν την ανάγκη να εκτονώσει με κάποιο τρόπο εκείνη την ευφορία και το αποτέλεσμα ήταν το επιθυμητό, αλλά δεν είχε σκεφτεί το ενδεχόμενο των απροόπτων, δεδομένης της υπερβολικής ταχύτητας.

Αντιλήφθηκε, πολύ αργά, ένα παιδί, που περνούσε τη διάβαση και το χτύπησε στην αριστερή πλευρά, ρίχνοντας το στο έδαφος και παρασέρνοντάς το για, περίπου, 100 μέτρα.

Ούτε που παρατήρησε την παρουσία των γονέων κι έφυγε, χωρίς να σταματήσει, με το σώμα του γεμάτο αδρεναλίνη.

Κάθε φορά που του ερχόταν στο μυαλό αυτό το επεισόδιο, ο Νταβίντε Παλιαρίνι έκλεινε τα μάτια, με την ελπίδα να διώξει εκείνες τις βασανιστικές αναμνήσεις και, συχνά, τα κατάφερνε, όχι πάντα, όμως.

Όταν κατάλαβε ότι είχε έρθει η ώρα για το βραδινό, έκλεισε το μυθιστόρημα που διάβαζε εκείνη τη στιγμή, τοποθετώντας το πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού και ετοίμασε ένα πιάτο με ζυμαρικά.

Η βραδιά πέρασε ήσυχα και, πριν τα μεσάνυχτα, είχε ήδη κοιμηθεί.

II

Ξυπνώντας νωρίς το πρωί, για να καταφέρει να πάρει πρωινό με ηρεμία, πριν πάει στη δουλειά, ο Στέφανο Τζαμάνι, ούτε που φανταζόταν πως εκείνη η ημέρα, θα ήταν τόσο βασανιστική.

Πρώτα, έκανε ένα ντους, μετά ετοίμασε ένα φλιτζάνι καφέ, που το συνόδευσε με μία φέτα ψημένο ψωμί και, μετά, βγήκε.

Έφτασε στο Αρχηγείο της Αστυνομίας στις 8:30, μετά από μισή ώρα δρόμο, στην κίνηση της οδού Εμίλια, στο σημείο που ένωνε το Σαν Λατζάρο ντι Σαβένα, όπου έμενε, με την Μπολόνια.

Μισούσε την κυκλοφοριακή συμφόρηση, ιδίως αν αυτή δημιουργούνταν από μία μάζα ανθρώπων, που βιάζονταν να φτάσουν στη δουλειά.

Γιατί δεν ξεκινούν πιο νωρίς; αναρωτιόταν κάθε τόσο, αλλά χωρίς να βρίσκει, ποτέ, μία λογική εξήγηση.

Όταν έφτασε στη δουλειά, πάνω στο γραφείο του τον περίμεναν διάφορα σημειώματα, ορισμένα από τα οποία, τα είχε γράφει εκείνος το προηγούμενο βράδυ, για υπενθύμιση.

Τα διάβασε γρήγορα, μετά τα πέταξε στο καλάθι των αχρήστων.

«Πώς πάει, Επιθεωρητά;», τον ρώτησε ένας πράκτoρας, που περνούσε.

«Καλά, ευχαριστώ», απάντησε, ευγενικά. «Εσείς; Όλα καλά;»

«Ναι, ευχαριστώ».

«Τέλεια. Λοιπόν, σας εύχομαι να έχετε μία καλή ημέρα κι ας ελπίσουμε να είναι ήρεμη, μέχρι το βράδυ.»

«Ας το ελπίσουμε», έγνεψε ο πράκτορας, αποχωρώντας.

Λίγα λεπτά, αργότερα, ο αρχηγός του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, εμφανίστηκε στο γραφείο του Τζαμάνι, κι από το ύφος που είχε, δε φαινόταν να πρόκειται για μία τυπική επίσκεψη.

«Γεια σου, Τζαμάνι, σε χρειάζομαι», είπε, χωρίς προλόγους.

«Να προετοιμαστώ για το χειρότερο;», ρώτησε ο επιθεωρητής.

«Εύχομαι να μην είναι κάτι πολύπλοκο, μα σίγουρα, θα είναι κάτι δυσάρεστο. Δεχθήκαμε ένα τηλεφώνημα από κάποια, που είπε ότι πήγε στο σπίτι της κόρης της και τη βρήκε νεκρή».

«Θα προτιμούσα να ξεκινούσε διαφορετικά η ημέρα», είπε ο Τζαμάνι. «Υπάρχουν περαιτέρω πληροφορίες; Θέλω να πω, που να προέρχονται από το άτομο που κάλεσε;»

«Η κυρία είπε ότι έφτασε στο σπίτι της κόρης της κι ότι εκείνη δεν άνοιξε, παρόλο που χτύπησε πολλές φορές το κουδούνι. Έτσι, η κυρία, που φαίνεται ότι έχει κλειδιά του διαμερίσματος, γύρισε σπίτι, πήρε τα κλειδιά και , όταν άνοιξε την πόρτα, τη βρήκε πεσμένη στο πάτωμα του σαλονιού».

«Καταλαβαίνω», είπε ο Τζαμάνι και, μετά από μία σύντομη παύση, πρόσθεσε: «Γιατί θα πρέπει να είναι δολοφονία; Δε θα μπορούσε να πέθανε από φυσιολογικά αίτια; Να είχε κάποιο ατύχημα;»

«Δεν γνωρίζω», απάντησε ο αρχηγός. «Πιστεύω, ότι το καλύτερο θα ήταν να πάμε στο σημείο και να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε περισσότερα, όσον αφορά αυτό το συμβάν. Η κυρία, που τηλεφώνησε, περιμένει να πάμε και της είπα να παραμείνει στη διάθεσή μας, για αρκετή ώρα».

«Σύμφωνοι», έγνεψε ο Τζαμάνι. «Τώρα, πάω να ελέγξω».

Η κοπέλα ήταν, ακόμη, στη θέση που την είχε βρει η μητέρα της, πεσμένη στο πάτωμα.

«Δεν έχω ακουμπήσει τίποτα, σας διαβεβαιώνω γι’ αυτό», είπε η κυρία- αφού της έδειξαν τo σήμα τους- για να απαλλαγεί, αμέσως, από την ευθύνη για κάτι που δεν έκανε.

«Ήσαστε πολύ καλή», της απάντησε ο Τζαμάνι. «Μπορώ να μάθω το όνομά σας;».

«Κιάρα. Κιάρα Μπαλτζάνι», συστήθηκε. «Κι αυτή είναι η κόρη μου», πρόσθεσε, δείχνοντας προς το πτώμα της κοπέλας, σαν να ήταν, ακόμη, ζωντανή.

«Καταλαβαίνω. Μπορείτε να μου πείτε το όνομα της κόρης σας, αν έχετε την καλοσύνη;»

«Μα...φυσικά, να με συγχωρείτε. Είμαι ακόμη σε κατάσταση σοκ, λόγω αυτού του συμβάντος. Τη λένε...την έλεγαν...Λουτσία Μιστρόνι».

«Σας ευχαριστώ», είπε ο Τζαμάνι και, στη συνέχεια, πρόσθεσε: «Θα μπορούσα να μάθω, για ποιο λόγο δεν διστάσατε να καλέσετε την αστυνομία; Θέλω να πω, ο θάνατος θα μπορούσε να οφείλεται σε έμφραγμα ή σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό αίτιο, σωστά;». Και απευθυνόμενος στον πράκτορα Μάρκο Φινόκι, που τον συνόδευε: «Σημειώνουμε τα πάντα».

O πράκτορας συγκατένευσε.

«Η ερώτησή σας είναι εύλογη αλλά φαίνεται πως, εδώ και λίγο καιρό, η κόρη μου δεχόταν απειλητικά τηλεφωνήματα. Γι’ αυτό θεώρησα, αμέσως, ότι ήταν ένας μη φυσικός θάνατος και γι’αυτό σας κάλεσα».

«Απειλητικά τηλεφωνήματα; Και ξέρετε ποιος καλούσε;»

«Όχι, αν και, πάντα, είχα την αμφιβολία, ή την πεποίθηση- αν προτιμάτε- και την ίδια είχε κι η κόρη μου, ότι αυτός που την καλούσε ήταν ένας από τους πρώην αρραβωνιαστικούς της», εξήγησε η γυναίκα. «Η σχέση τους τελείωσε με αρκετά άσχημο τρόπο, καθώς μάλωσαν πολύ έντονα. Προς το τέλος του αρραβώνα τους, μάλωναν συχνά».

«Καταλαβαίνω», συγκατένευσε ο Τζαμάνι, «Πρέπει να ξέρουμε το καθετί για την κόρη σας. Ηλικία, τι δουλειά έκανε, τις προτιμήσεις της, διευθύνσεις και ονόματα των φίλων της. Κι αυτός ο πρώην αρραβωνιαστικός; Μπορείτε να μας πείτε το όνομά του; Οποιαδήποτε πληροφορία γνωρίζετε για εκείνον. Και...κάτι ακόμη: η κόρη σας ήταν παντρεμένη; Αρραβωνιασμένη; Ελεύθερη; Ξέρετε, δεν θέλουμε να παραλείψουμε κάποιο στοιχείο».

«Απ΄όσο ξέρω, τώρα η Λουτσία ήταν ελεύθερη».

Ο Επιθεωρητής έκανε μία μικρή παύση, για να κοιτάξει λίγο τριγύρω.

Το διαμέρισμα, που βρισκόταν στον πρώτο όροφο μίας πρόσφατα κατασκευασμένης πολυκατοικίας, στην περιφέρεια της Μπολόνια, ήταν όμορφο, από εκείνα τα μοντέρνα, με μινιμαλιστική επίπλωση και συνδυασμούς, που είχαν γίνει με καλό γούστο. Στα παράθυρα δεν υπήρχαν τέντες και, κατά τη διάρκεια της ημέρας, το φως του ήλιου φώτιζε, πλήρως, κάθε του χώρο.

«Το διαμέρισμα ανήκε στην κόρη σας;», ρώτησε ο πράκτορας Φινόκι.

«Ναι, φυσικά». Φαινόταν, ότι η ερώτηση ήταν περιττή, για την κυρία Μπαλτζάνι.

Το διαμέρισμα είχε πληρωθεί εξ ολοκλήρου από την κόρη της, όπως εξήγησε η μητέρα.

Κι εξήγησε, επίσης, ότι η Λουτσία Μιστρόνι, είχε μία πολύ σημαντική θέση στην εταιρία στην οποία εργαζόταν, παρόλο που η κόρη της δεν της είχε εξηγήσει, ποτέ, καλά τι είδους θέση ήταν.

«Λοιπόν; Μπορείτε να μας πείτε το όνομα του πρώην αρραβωνιαστικού της κόρης σας;», ρώτησε ο Τζαμάνι.

«Ναι, με συγχωρείτε», είπε η κυρία Μπαλτζάνι. «Το άτομο που ψάχνετε, λέγεται Πάολο Καρνεβάλι. Αν δεν έχει μετακομίσει, έμενε στην οδό Κρακοβία, κοντά στο Πάρκο ντέι Τσέντρι, στο νούμερο...10, νομίζω».

«Τέλεια. Για την ώρα, σας ευχαριστούμε, κυρία. Να θυμάστε ότι οποιαδήποτε πληροφορία μας δοθεί, μπορεί να είναι χρήσιμη για την έρευνά μας. Και κάτι άλλο: η Επιστημονική Αστυνομία θα πρέπει να ελέγξει κάθε σπιθαμή αυτού του διαμερίσματος, με την ελπίδα ότι αυτό θα βοηθήσει στο να βρεθεί ο ένοχος, γι’ αυτό το έγκλημα. Γι’ αυτό το λόγο, για τις επόμενες ημέρες, θα είναι απολύτως αδύνατο, να μπείτε στο διαμέρισμα. Θα βάλουμε αμέσως τις ταινίες».

Η κυρία συγκατένευσε με κατανόηση.

«Θα κάνω ό,τι είναι δυνατό, για να βρεθεί ο δολοφόνος».

Χαιρέτησαν και, βγαίνοντανς και πάλι στο δρόμο, ο επιθεωρητής Τζαμάνι κι ο πράκτορας Φινόκι, επέστρεψαν προς το Αρχηγείο.

III

Δεν ήταν κάτι σπουδαίο, μα ίσως, τώρα, είχαν βρει ένα δρόμο να ακολουθήσουν, ενόσω περίμεναν τα αποτελέσματα των αναλύσεων από το διαμέρισμα της Λουτσία Μιστρόνι.

Κοντά στην ώρα του μεσημεριανού, ο Επιθεωρητής Τζαμάνι, συνοδευόμενος από το Μάρκο Φινόκι, βρισκόταν στον αριθμό 10 της οδού Κρακοβία, για να μιλήσουν με τον Πάολο Καρνεβάλι.

Χτύπησαν το κουδούνι, χωρίς να πάρουν απάντηση, περίμεναν για λίγο και κατάφεραν να μπουν στο κτίριο, όταν έφτασε μία ηλικιωμένη κυρία, η οποία επέστρεφε από έναν περίπατο με τοn σκύλο της.

«Μπορούμε να μπούμε, κυρία;», ρώτησε ο Τζαμάνι..

«Λυπάμαι, δεν επιτρέπουμε την είσοδο σε πλανόδιους μικροπωλητές. Γι’ αυτό, αν είστε από αυτούς, μπορείτε να με βγάλετε από τον κόπο και να αλλάξετε προορισμό».

«Ψάχνουμε τον κύριο Καρνεβάλι. Τον γνωρίζετε;»

«Ποιος τον ψάχνει;» θέλησε να μάθει η γυναίκα, επιφυλακτική σε ό,τι είχε να κάνει με τους ξένους.

«Πρέπει να του μιλήσουμε. Δεν έχουμε πρόθεση να τον ενοχλήσουμε, ούτε να τον βλάψουμε σωματικά», εξήγησε ο Επιθεωρητής, δείχνοντας το σήμα του.

«Ω, συμφορά μου...», αναφώνησε η ηλικιωμένη. «Τι έκανε το παιδί; Μου φαίνεται καλός άνθρωπος».

«Μην ανησυχείτε», την καθησύχασε ο πράκτορας Φινόκι. «Θέλουμε, απλά, να του μιλήσουμε».

«Παρόλα αυτά, νομίζω ότι τέτοια ώρα είναι στη δουλειά», εξήγησε η γυναίκα.

«Και πότε μπορούμε να τον βρούμε; Ξέρετε τι ώρα επιστρέφει;»

«Αν δεν έχει κάποια υποχρέωση μετά τη δουλειά, συνήθως, τον συναντώ τις καθημερινές, μεταξύ 18:00-18:15. Βγαίνω με τον Τόμπι, για τη βόλτα του, νωρίς το βράδυ και, όταν γυρίζω, εκείνος παρκάρει ή ανεβαίνει τα σκαλιά».

«Ξέρετε να μας πείτε, τι αυτοκίνητο έχει ο κύριος Καρνεβάλι;»

Η γυναίκα εξήγησε ότι την έπιαναν κάπως απροετοίμαστη, γιατί δεν ήταν και ειδικός, όσον αφορούσε στα αυτοκίνητα. Τα μοναδικά μέσα μεταφοράς που γνώριζε καλά ήταν τα λεωφορεία, που τα χρησιμοποιούσε για να πηγαίνει από το σπίτι ως το κέντρο της πόλης, την Κυριακή το απόγευμα.

«Σας ευχαριστούμε για τη βοήθειά σας, κυρία», είπε ο Τζαμάνι, «Θα ξαναπεράσουμε απόψε».

Οι δυο άνδρες χαιρέτισαν την κυρία και τον Τόμπι, που δεν θα την ακολουθούσε αν, τουλάχιστον, ένας από τους δύο δεν τον χάιδευε κι επέστρεψαν στο αυτοκίνητο με το οποίο είχαν πάει εκεί.

Δεν είχε νόημα να περιμένουν τόσες ώρες, μέχρι να φτάσει ο Πάολο Καρνεβάλι, έτσι αποφάσισαν να πάνε στο Αρχηγείο, όπου ο Τζαμάνι θα επωφελούνταν, ακούγοντας οτιδήποτε νεότερο από την Επιστημονική Αστυνομία κι από τον παθολογοανατόμο που θα αναλάμβανε να διεξάγει τη νεκροψία.

Οι γονείς του χαίρονταν, πραγματικά, για εκείνον, επειδή τον έβλεπαν χαρούμενο και περηφανεύονταν γι’ αυτόν σε συγγενείς και οικογενειακούς φίλους.

Πέραν του ότι πήγε στο Πανεπιστήμιο, κάνει και κάτι χρήσιμο και προσοδοφόρο, με αυτά τα λίγα που μπορούσε να μαζεύει.

«Δεν θα είναι πολλά, μα για ένα φοιτητή, είναι σίγουρα καλύτερο από το τίποτα».

Έτσι μνημόνευαν τη δουλίτσα, που είχε βρει ο γιος τους.

«Φαίνεται ότι δεν είναι ο μόνος κι, έτσι, γνώρισε κι άλλους συνομηλίκους του, με τους οποίους έβγαινε, κάποιες φορές, για βόλτα, βρίσκονταν στο πάρκο Τζιαρντίνι Μαργκερίτα ή στην Πιάτσα Ματζόρε, το απόγευμα του Σαββάτου, διασκέδαζαν και, κάποιες φορές, έτρωγε έξω μαζί τους.

Με τα λίγα που κερδίζει, καταφέρνει να τα βγάζει πέρα, ακόμη και χωρίς να χρειαστεί να του δώσουμε χρήματα».

Ήταν εύκολη δουλειά, αφού έπρεπε, απλά, να μοιράζει φυλλάδια. Όσο για κάποιον που δεν ήξερε πώς να κάνει αυτή τη δουλειά; Αρκούσε να μοιράζει τα διαφημιστικά φυλλάδια τριγύρω. Στις πολυκατοικίες, στους δημόσιους χώρους ή ακόμη και στο δρόμο και το πρόβλημα λυνόταν. Δεν απαιτούνταν κάτι άλλο, ούτε υπήρχε κάποιου άλλου είδους υποχρέωση.

Εύκολο, παιχνιδάκι.

Κι αυτό έκανε κάθε απόγευμα, μία, το πολύ δύο ώρες την ημέρα και μόνο τις καθημερινές, όταν τελείωνε από τα μαθήματα της Σχολής. Τα Σαββατοκύριακα ξεκουραζόταν, διασκέδαζε και ξόδευε ένα μικρό μέρος των χρημάτων που είχε κερδίσει: επειδή ήταν επιμελής, είχε συμφωνήσει με τους γονείς του, να κρατούν τα μισά. Τώρα, που είχε τη δυνατότητα, ήθελε να συμβάλλει στα έξοδα του σπιτιού, στο βαθμό που μπορούσε.

Έτσι, συνέχιζε τη δουλειά, με τη φυσική αφέλεια της ηλικίας του, χωρίς καν να αναρωτιέται τι πράγμα διαφήμιζαν αυτά τα φυλλάδια.

IV

Το βράδυ της ίδιας ημέρας, στις 18:30, ο Επιθεωρητής Τζαμάνι κι ο πράκτορας Φινόκι, επέστρεψαν στην οδό Κρακοβία, για να μιλήσουν με τον Πάολο Καρνεβάλι.

Χτύπησαν το κουδούνι και, μέσα σε λίγα λεπτά, βρίσκονταν μέσα στο διαμέρισμα.

«Με ειδοποίησαν, λίγο μετά την άφιξή σας», εξήγησε ο άντρας. «Σας περίμενα. Παρακαλώ, αν θέλετε, περάστε στο σαλόνι».

Κάθισαν σε μία ροτόντα, μεσαίου μεγέθους και, μετά τις συστάσεις, ο Τζαμάνι άρχισε να μιλά.

«Μας συγχωρείτε για το ακατάλληλο της ώρας. Δεν ξέρω αν συνηθίζετε να δειπνείτε νωρίς, αλλά μάλλον θα σας βγάλουμε λίγο εκτός προγράμματος».

«Μη σας προβληματίζει», απάντησε ο Καρνεβάλι. «Κυρίως, θέλω να μάθω το λόγο της επίσκεψής σας».

«Θα θέλαμε να μιλήσουμε για τη Λουτσία Μιστρόνι».

«Τι έκανε; Της συνέβη κάτι;»

Φαινόταν να μη γνωρίζει τίποτα γι’ αυτό που είχε συμβεί στην πρώην αρραβωνιαστικιά του ή, αν το ήξερε, το έκρυβε καλά.

«Σήμερα το πρωί, η μητέρα της τη βρήκε νεκρή, μέσα στο διαμέρισμά της».

Ο Πάολο Καρνεβάλι έκλεισε, για μία στιγμή, τα μάτια του και μετά τα άνοιξε πάλι και είπε:

«Λυπάμαι πάρα πολύ. Πώς έγινε; Βρήκατε κάτι; Φαντάζομαι, ότι για να είστε εδώ, είναι ακόμη νωρίς για να κατονομάσετε τον ένοχο».

«Ερευνούμε την υπόθεση», εξήγησε ο Τζαμάνι. «Για την ώρα, ξέρουμε μόνο ότι η μητέρα της πήγε στο σπίτι της κόρης της και, επειδή δεν έπαιρνε απάντηση, επέστρεψε για να πάρει τα δικά της κλειδιά για το διαμέρισμα. Όταν άνοιξε την πόρτα, η Λουτσία Μιστρόνι ήταν πεσμένη στο πάτωμα».

Τουλάχιστον, προς ώρας, δεν είπε κάτι για τα απειλητικά τηλεφωνήματα.

«Ελπίζω, να βρείτε γρήγορα τον ένοχο. Γιατί ήρθατε να μιλήσετε μαζί μου; Δεν έχω δει τη Λουτσία, από τότε που χωρίσαμε, δηλαδή εδώ και λίγους μήνες».

«Πρέπει να εξετάσουμε κάθε στοιχείο και ο πρώην αρραβωνιαστικός είναι ένα εξ αυτών».

«Όπως σας είπα, δε γνωρίζω τίποτε, γι’ αυτό το θέμα. Δεν έχω δει τη Λουτσία εδώ και κάποιους μήνες».

«Γνωρίζουμε ότι, τελευταία, μαλώνατε συχνά», είπε ο Επιθεωρητής.

«Η μητέρα της σας το είπε αυτό;»

«Μάλιστα».

«Κατάλαβα. Ωραία, τον τελευταίο καιρό του αρραβώνα μας μαλώναμε αλλά αυτό δε σημαίνει πως εγώ είμαι ο ένοχος».

«Δε θέλουμε να πούμε κάτι τέτοιο. Όπως σας είπα, πρέπει να ακολουθήσουμε κάθε στοιχείο που μπορεί να μας οδηγήσει στον ένοχο γι’ αυτό το συμβάν. Γιατί μαλώνατε;»

Υπήρξε μία σύντομη παύση, στην οποία ο Πάολο Καρνεβάλι σκέφτηκε, προτού απαντήσει: «Θα έλεγα ότι η παραμικρή πρόφαση μπορούσε να ξεκινήσει μία έντονη συζήτηση μεταξύ μας. Η σχέση μας, για κάποιο λόγο, είχε πάρει αυτή την τροπή, τους τελευταίους μήνες. Μαλώναμε, ακόμη και για τα πιο απλά πράγματα».

Ο πράκτορας Φινόκι κρατούσε σημειώσεις, καταγράφοντας το καθετί.

«Καταλαβαίνω», είπε ο Επιθεωρητής. «Εδώ και καιρό, φαίνεται ότι η δεσποινίς Μιστρόνι δεχόταν απειλητικά τηλεφωνήματα. Υποπτεύεστε ποιος μπορεί να ήταν; Απ’ όσο ξέρετε, υπάρχει κάποιος που θα μπορούσε να φτάσει σε αυτό το σημείο; Κάποιος που να γνώριζε τη Λουτσία και με τον οποίο να έγινε κάτι πολύ δυσάρεστο;»

«Λυπάμαι. Δεν γνωρίζω κάτι».

Απ’ ό, τι φαινόταν, δε θα αποκόμιζαν κάτι από τον κύριο Καρνεβάλι, τουλάχιστον για την ώρα.

«Σύμφωνοι. Σε περίπτωση που σκεφτείτε κάτι για τη δεσποινίδα Μιστρόνι, καλέστε μας και ζητήστε εμένα».

Ο άντρας συγκατένευσε.

«Α, κάτι τελευταίο», είπε ο Επιθεωρητής Τζαμάνι, αποχωρώντας, ακριβώς πριν κατέβει τις σκάλες, «Να παραμείνετε στη διάθεσή μας».

V

«Μπορώ να πληρώσω με κάρτα;», ρώτησε η γυναίκα.

«Φυσικά», απάντησε η υπάλληλος του γυμναστηρίου.

«Τέλεια. Τι έντυπο πρέπει να συμπληρώσω για την εγγραφή;»

«Αυτό εδώ. Συμπληρώστε το μόνη σας και, όπου έχετε απορία, ρωτήστε μας», τη συμβούλεψε η ξανθιά γυναίκα, πίσω από τον πάγκο. «Με κεφαλαία, παρακαλώ».

Η άλλη γυναίκα συμφώνησε και πήρε το στυλό, που ήταν δεμένο με ένα κορδονάκι.

«Μαριολίνα Σπατζέζι; Διαβάζω σωστά;», ρώτησε η υπάλληλος.

«Μάλιστα».

«Και μένετε στην οδό Σαν Βιτάλε, στον αριθμό 12, σωστά;»

«Ακριβώς».

«Τέλεια. Θα έλεγα πως όλα είναι ευανάγνωστα».

Μετά, της έδωσε ένα φυλλάδιο στο οποίο διευκρινιζόταν ο κανονισμός του γυμναστηρίου.

Η Μαριολίνα Σπατζέζι το δίπλωσε, το έβαλε στην τσάντα και, βγαίνοντας, χαιρέτισε την άλλη γυναίκα, προτού πάρει το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι.

Δεν έβλεπε την ώρα να ξεκινήσει: εδώ και καιρό είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι θα πήγαινε στο γυμναστήριο, ελεύθερα, χωρίς δέσμευση από ωράρια κι, επιτέλους, εκείνη την ημέρα αποφάσισε να πάει.

Περνούσε από μπροστά, σχεδόν κάθε μέρα, γιατί ήταν στη διαδρομή από το σπίτι στη δουλειά της και, συχνά, προτιμούσε να περπατά, παρά να παίρνει τη συγκοινωνία. Θεωρούσε τη συγκοινωνία φορέα ιώσεων και, στο τέλος-τέλος, το περπάτημα, όπως λένε όλοι, κάνει καλό στην υγεία.

Εκείνο το βράδυ, έφτασε σπίτι και, αφού πήρε την αλληλογραφία και έφαγε ένα γρήγορο δείπνο, μία πίτσα που παρήγγειλε, πήγε να κοιμηθεί στις 21:00: κατάκοπη, από τη δύσκολη μέρα στη δουλειά, αποκοιμήθηκε αμέσως.

Όταν ξύπνησε την επόμενη μέρα, ενώ έπαιρνε πρωινό, έλεγξε την αλληλογραφία, την οποία είχε ακουμπήσει στο τραπεζάκι του σαλονιού.

Μερικά διαφημιστικά, μία κάρτα που της είχε στείλει μία φίλη που ήταν διακοπές στη Β. Ευρώπη κι ένας λευκός φάκελος, με γραμματόσημα, που έγραφε «x Μαριολίνα Σπατζέζι» και στον οποίο η διεύθυνση ήταν γραμμένη με μικρά γράμματα.

Δεν ήξερε ποιος είναι ο αποστολέας, γιατί, προφανώς, ο ίδιος δεν ήθελε να φανερωθεί ή, ίσως, γιατί θα αποκαλυπτόταν με κάποιο τρόπο από το περιεχόμενο του φακέλου ή για κάποιον άλλο λόγο, τον οποίο η Μαριολίνα δε γνώριζε.

Ακούμπησε την κούπα με το λάτε καφέ της στο τραπεζάκι και άνοιξε το φάκελο, περίεργη να δει ποιο θα μπορούσε να είναι το περιεχόμενό του.

Επειδή ήταν ελαφρύς, ο φάκελος δε φαινόταν να έχει κάτι μέσα.

Στην πραγματικότητα, όμως, κάτι είχε μέσα και, συγκεκριμένα, μία επαγγελματική κάρτα, που έγραφε:

Μάσσιμο Τροβαϊόλι

Διευθυντής Μάρκετινγκ

Tecno Italia Ε.Π.Ε

Στο κάτω μέρος της κάρτας, υπήρχε το τηλέφωνο της εταιρίας, ένας αριθμός κινητού, εταιρικό ενδεχομένως, και η διεύθυνση ενός προσωπικού e-mail.