banner banner banner
Οι Απόκληροι
Οι Απόκληροι
Оценить:
 Рейтинг: 0

Οι Απόκληροι


Αντί γι' αυτό, έγινε πουλί, πιο πολύ νυχτερίδα, δηλαδή όχι πουλί και εξεπλάγη περισσότερο από όλους.

Η Γουάν ανέβηκε τα υπόλοιπα σκαλοπάτια και κοίταξε τα κάγκελα για να δει τα παιδιά της να ψάχνουν τον Χενγκ, ο οποίος θα έπρεπε να είναι εκεί με σπασμένο λαιμό.

«Μπορείτε να τον δείτε; Πώς είναι; Είναι ακόμη ζωντανός; Μιλήστε!»

«Δεν μπορώ να τον βρω, μαμά, δεν είναι εδώ» είπε ο Ντεν. «Δεν καταλαβαίνω, εδώ ήταν. Ίσως μπουσούλησε και πήγε κάπου να πεθάνει».

«Χαζό αγόρι! Φυσικά κι όχι! Ψάξε καλύτερα. Έρχομαι κάτω. Πρέπει να πονάει. Εν είναι πιθανό να πήγε για περίπατο αφού έπεσε από τέτοιο ύψος. Ντιν, είσαι πιο λογική, βοήθησέ τον. Πριν το κάνω, πίσω από το κεφάλι του!

Χενγκ, καλέ μου, πού είσαι; Συγγνώμη που σε τρόμαξα. Έλα στη μανούλα. Έλα στη Μαντ, καλό αγόρι!».

Ο Χενγκ τους έβλεπε και τους άκουγε, αλλά δεν τον ένοιαζε. Δεν πίστευε ότι δεν πέθανε, ή ίσως, ήταν νεκρός κι οι νυχτερίδες ήταν άγγελοι. Πετούσε ψηλά, απομακρυνόταν, βουτούσε σε απίστευτες ταχύτητες.

Προσπάθησε να καλέσει την οικογένεια του να δουν ότι είναι καλά, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει.

Έβγαζε μόνο ήχους πουλιού και όταν το έκανε έβλεπε πράγματα λες κι είχε ραντάρ. Έβλεπε τον σπίτι, τον αχυρώνα, το τραπέζι, μικρές πετούμενες κουκκίδες όλα με φωτεινό πράσινο. Πέταξε σε μία πράσινη τελεία και τις απομάκρυνε με το στόμα του. Ήταν από αυτά τα αυθάδικα κουνούπια και ήταν χιλιάδες γύρω του.

Ο Χενγκ έφαγε μερικά ακόμα και εξεπλάγη που άλλα ήταν γλυκά κι άλλα ξινά. Του άρεσαν κι οι δύο γεύσεις, αλλά προτιμούσε τα γλυκά καθώς υπέθετε ότι είχαν ρουφήξει αίμα και γι' αυτό ήταν πιο μαλακά. Αφού έφαγε καμιά ντουζίνα, παρατήρησε ότι υπήρχαν διαβαθμίσεις στη γλυκύτητα και μάντεψε ότι το αίμα προέρχονταν από από διαφορετικά ζώα κι ανθρώπους ακόμη κι από την οικογένειά του. Το ένστικτο κι η προκατάληψη του του υπαγόρευαν ότι αν είχαν πιει ανθρώπινο αίμα, σίγουρα θα ήταν της οικογένειάς του επειδή τα κουνούπια είναι χαζά και δεν μπορούν να επιστρέψουν αν έχουν φύγει από ένα μέρος.

Χαχάνισε, όπως μπορούν οι νυχτερίδες, με το αστείο κατά των κουνουπιών και έφαγε μερικά ακόμη.

Ο Χενγκ τα έφαγε με όρεξη. Ήταν σαν να τρως ανοιχτές σοκολάτες από τα ράφια με διάφορες σοκολάτες σε μαγαζί με γλυκά. Επέλεγε τα θύματά του τυχαία και δεν ήξερε ποια γεύση θα γευόταν μετά, αλλά ήταν όλα ωραία και δεν το ένοιαζε.

Μετά, θυμήθηκε την οικογένειά του, τον κίνδυνο και πάλι την οικογένειά του. Ήθελε να τους πει ότι είναι καλά κι ασφαλής, αλλά δεν ήξερε πώς. Φτερούγισε μπροστά στη Γουάν και προσπάθησε να τον χτυπήσει. Έβγαλε ήχο πουλιού, αλλά δεν τον άκουγε κι ακόμη κι αν τον άκουγε, δεν θα την καταλάβαινε.

Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν και είχε ξεμείνει από ιδέες. Η γυναίκα του έκλαιγε, οπότε πλησίασε από πίσω την κόρη του κι ελπίζοντας να μην τον χτυπήσει, προσγειώθηκε στον ώμο της. Μόλις την ακούμπησε, έγινε πάλι άνθρωπος κι έπεσαν κι οι δύο στη γη.

Η Ντιν ήταν ένιωθε πολύ αμήχανα με τον γυμνό πατέρα της πάνω στο στήθος της κι ο Χενγκ ήταν τρομαγμένος. Σηκώθηκε και κάλυψε τα γεννητικά του όργανα με τα χέρια του.

«Συγγνώμη, Ντιν, δεν ήθελα να συμβεί αυτό».

«Από πού στο καλό ήρθες, μπαμπούλη; Μαμά, ο μπαμπούλης είναι καλά, είναι εδώ πέρα» φώναξε, τινάζοντας τη σκόνη και προσπαθώντας να μην κοιτάει τον πατέρα της.

«Ευτυχώς που είσαι καλά, μπαμπούλη, αλλά πού ήσουν; Σε είδαμε να πέφτεις και σε ψάχναμε παντού».

«Θα σας πω μετά. Πτώση, όχι πτώση, λίγο. Όχι πολύ μακριά».

«Είναι σχεδόν 10 μέτρα από εκεί και σε είδαμε να πέφτεις» είπε ο Ντεν.

«Όχι πρόβλημα. Όχι θάνατος. Εδώ είμαι. Καμία ανησυχία».

Οι απαντήσεις του Χενγκ ήταν τόσο παράξενες που όλοι τον κοιτούσαν, ακόμη κι η Ντιν που το απέφευγε.

«Χενγκ, τι συνέβη εκεί; Γιατί δεν μας λες; Νομίζαμε ότι σίγουρα πέθανες».

«Δεν ξέρω τι έγινε» είπε κι ήταν αλήθεια, αν και το στο κεφάλι του μόλις ξεκαθάρισε ότι έγινε νυχτερίδα μία φορά.

Δεν ήταν ο παλιός καλός Χενγκ κι ούτε θα γινόταν ξανά, αλλά τουλάχιστον τώρα ήταν άνθρωπος ή περισσότερο θηλαστικό. Σαν να έφευγε μία ομίχλη από το κεφάλι του.

«Χενγκ, δεν νομίζεις ότι πρέπει να βάλεις ρούχα; Είσαι ολόγυμνος μπροστά στην κόρη σου και στη θεία σου».

Ο Χενγκ έβαλε ένα χέρι στον πισινό του και πήγε στο δωμάτιό του. Μίλησαν γι' αυτόν στο οικογενειακό τραπέζι όσο έλειπε, αλλά ο Χενγκ ένιωθε σαν βασιλιάς, φαντασμένος και περήφανος, καθώς έβαλε γύρω του ένα σαρόνγκ και σκεφτόταν να κατέβει κάτω.

Είχε πετάξει και δεν ήξερε κανέναν άλλον που να γνώριζε αυτήν την αίσθηση. Είχε φάει κουνούπια σε φυγή όπως οι ηλικιωμένες σοκολάτες με αλκοόλ τα Χριστούγεννα κι είχε ανέβει. Δεν υπήρχαν κίνδυνοι γι' αυτόν πλέον. Δεν θα πεινούσε ποτέ και κανείς δεν θα τον πλήγωνε. Ένιωθε ελεύθερος, πραγματικά ελεύθερος για πρώτη φορά στη ζωή του αν και δεν ήξερε τι είδος ζωής έμελλε να έχει.

Αισθανόταν, όμως, ότι έπρεπε να το κρατήσει μυστικό για την ώρα αφού αξιολογήσει πρώτα τη γνώμη της τοπικής κοινωνίας επειδή τώρα ήταν ο Πι Πομπ, ο λαό-ταϊλανδέζικος όρος για τον βρικόλακα κι όλοι τον φοβόντουσαν όπως κι ο ίδιος.

Έλεγξε τα δόντια του από απορία κι οι κυνόδοντες του δεν είχαν μεγαλώσει αν κι ήταν χλωμός σαν πεθαμένος και τα μάτια του ήταν κόκκινα με ροζ. Αποφάσισε να πάει κάτω και κατέβηκε αριστοκρατικά. Όταν τον είδαν από το τραπέζι, ένιωθαν την ύπαρξη ενός μεγαλοπρεπή άντρα. Η αλλαγή ήταν καταπληκτική. Ήταν απίθανος και η παρουσία του τον έκανε να λάμπει σαν φάρος από χιλιόμετρα. Καθώς κάθισε το τραπέζι, η Γουάν τον ρώτησε:

«Είσαι εντάξει, Χενγκ; Σίγουρα δεν χτύπησες το κεφάλι σου κατά την πτώση;».

«Είμαι καλά, ποτέ καλύτερα, Μαντ, γυναίκα, Γουάν. Είμαι όπως θα έπρεπε. Όλοι είναι όπως πρέπει. Μπορώ να φάω και το άλλο παϊδάκι τώρα;».

«Φυσικά. Θέλεις να στο ζεστάνω;».

«Όχι, έτσι όπως είναι».


Вы ознакомились с фрагментом книги.
Для бесплатного чтения открыта только часть текста.
Приобретайте полный текст книги у нашего партнера:
Полная версия книги
(всего 1500 форматов)