banner banner banner
Οι Απόκληροι
Οι Απόκληροι
Оценить:
 Рейтинг: 0

Οι Απόκληροι


«Ντιν, μπορείς να ανέβεις πάνω και να φέρεις σεντόνι και μαξιλάρια, παρακαλώ; Ο πατέρας σου θα ξεκουραστεί εδώ σήμερα για να πάρει φρέσκο αέρα και ήλιο. Δεν έχει μείνει τόσο πολύ μέσα, οπότε το σώμα του δεν είναι συνηθισμένο. Κοιτάξτε την κατάστασή του».

Όλη την ώρα, ο Χενγκ τους κοίταζε όλους, αλλά δεν φαινόταν να καταλαβαίνει τι έλεγαν.

Τον τακτοποίησαν με τα στρωσίδια κι ο Ντεν έφερε τα γυαλιά ηλίου με τους κατάμαυρους φακούς για τα οποία περηφανευόταν μία δεκαετία πριν που ήταν στη μόδα.

Το αποτέλεσμα ήταν ο Χενγκ να μοιάζει με παράξενο πουλί που στηριζόταν στη στέγη με γυαλιά και καλυμμένο με άσπρο σεντόνι.

«Παιδιά, καλύτερα να πάτε να ετοιμάσετε ένα μιλκσέικ για τον πατέρα σας. Πεινάει πολύ σήμερα κι είναι καλό σημάδι. Δείχνει ότι κάνουμε κάτι καλά!»

«Νιώθεις πολύ καλύτερα σήμερα, μπαμπούλη, σωστά;»

Όλοι περίμεναν την αντίδρασή του και μετά ένευσε λες και ήταν σαν κουκουβάγια.

Ο Ντεν κι η Ντιν χαζογελούσαν βρίσκοντας απίθανο να εξισώσουν τον πατέρα τους με το πλάσμα των τελευταίων εικοσιτεσσάρων ωρών.

«Πρέπει να μαγειρέψω στον Χενγκ απόψε, θεία Ντα;»

«Δεν θα τον βλάψει αν φάει, αλλά δεν αντικαθιστά το μιλκσέικ».

«Χενγκ, θα ήθελες να φας κάτι μαζί μας πιο μετά;»

Ο Χενγκ κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του και κοίταξε τη γυναίκα του.

«Τι θα μαγειρέψεις σήμερα, Γουάν;» ρώτησε η Ντα.

«Κοτόπουλο ή χοιρινό. Ότι του αρέσει».

Ο Χενγκ εξακολουθούσε να τους κοιτά όλους σαν κάποιον στη χώρα που δεν μιλά τη γλώσσα.

«Γιατί να μην τον ρωτήσουμε; Δεν χάζεψε ή τουλάχιστον έτσι πιστεύω».

«Τι θα ήθελες να φας απόψε, Χενγκ; Κοτόπουλο ή χοιρινό;»

Την κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα και μετά είπε:

«Παιδί».

«Ποιο από τα δύο; Δεν μπορείς να φας τα παιδιά, δεν θα ήταν σωστό».

«Όχι, τα παιδιά μας. Τα κατσικάκια. Έχουμε λίγα, σωστά;»

«Ναι, έχουμε, αλλά νόμιζα ότι θα τα κρατήσουμε για να τα προσθέσουμε στο κοπάδι».

«Μόνο ένα».

«Εντάξει, Χενγκ. Βλέποντας σε άρρωστο, θα σου μαγειρέψω κατσικάκι κι οι υπόλοιποι θα φάμε χοιρινό».

«Εγώ το θέλω μισοψημένο και χωρίς καρυκεύματα, Γουάν. Έχω μία λαχτάρα για αληθινό κόκκινο κρέας».

Τα παιδιά ανακουφίστηκαν που δεν ήθελε να τα φάει ο πατέρας τους.

Όταν ο πατέρας τους πήγε για ύπνο περιμένοντας το δείπνο, ο Ντεν ρώτησε τη μητέρα του αν πιστεύει ότι ο πατέρας τους θα ήθελε να τους φάει κάποια μέρα.

«Δεν το νομίζω, Ντεν, τουλάχιστον όσο τον κρατάμε ικανοποιημένο, όχι ότι ξέρουμε τις ορέξεις του ακόμα».

«Θεία Ντα, πώς βλέπεις την κατάσταση του Χενγκ;»

«Πολύ ενδιαφέρουσα. Θα παρατηρήσατε ότι χθες ο Χενγκ κόντεψε να πεθάνει, αλλά τώρα ζωντανεύει με την ώρα, αν και δεν μοιάζει με τον Χενγκ που όλοι ξέραμε κι αγαπούσαμε, Πρέπει να δούμε πώς θα εξελιχθεί ο καινούριος Χενγκ ή θα γυρίσει στον παλιό καλό του εαυτό και συνηθίσει την καινούρια δίαιτα του και αναρρώσει από τον καιρό που δεν είχε καθόλου αίμα μέσα του. Μπορεί να μη μαντεύετε τόσο καλά όσο εγώ, αλλά είναι όλα καινούρια για μένα και δρω στα τυφλά, αλλά με μερικές συμβουλές από τους φίλους μου τα Πνεύματα, αν κι ένα από αυτά πρότεινε να τον σκοτώσουμε και να αρχίσει μία νέα ζωή. Τι γνώμη έχεις γι' αυτήν την πρόταση, Γουάν;».

«Πιστεύω ότι μία πολύ δραστική λύση, έτσι δεν είναι, θεία Ντα;»

«Ναι, συμφωνώ μαζί σου και γι' αυτό δεν την πρότεινα, αλλά είναι ακόμα μία πιθανότητα αν ξεφύγουν τα πράγματα».

Ο Χενγκ φαινόταν να κοιμάται κατά τη διάρκεια της συζήτησης, αλλά δεν το τσέκαραν.

«Νομίζεις ότι υποφέρει, θεία Ντα;»

«Μοιάζει φιλήσυχος, σωστά; Μιλάει πάλι τώρα και δεν ανέφερε κάποια δυσφορία οπότε δεν θα ανησυχούσα τόσο για τη φυσική του κατάσταση στη θέση σου. Αλλά εσύ τον ξέρεις καλύτερα από όλους οπότε αν δεις κάποια νοητική αλλαγή, πρέπει να την αναφέρεις για να τη συζητήσουμε».

«Εντάξει, θεία Ντα, θα το κάνω. Αν έχεις να κάνεις άλλα πράγματα, να μην σε κρατάμε. Τα παιδιά είναι μία χαρά, ανέλαβαν όλες τις δουλειές για να κάθομαι με τον Χενγκ, αλλά αν θες να σε πάω σπίτι, θα το κανονίσω. Σε ευγνωμονούμε για τη βοήθειά σου, ο Χενγκ θα είχε πεθάνει αν δεν ήσουν εσύ και το ξέρουμε πολύ καλά. Αν ποτέ υπάρξει κάτι που θα ήθελες να κάνουμε για σένα, να μας το πεις».

«Ευχαριστώ, Γουάν. Θα ήθελα να πάω σπίτι για λίγες ώρες, αλλά θα ήθελα να δω τον Χενγκ να τρώει το κατσικάκι για το δείπνο, οπότε θα ήταν υπέροχο αν μπορούσα να φάω μαζί σας χοιρινό. Όσο για την πληρωμή, μην το σκέφτεσαι καν αυτό. Ο Χενγκ είναι ο αγαπημένος μου ανιψιός και δεν θα ήθελα κανείς να πάθει τίποτα αν μπορώ να το αποτρέψω. Μπορώ να γυρίσω σπίτι με τα πόδια και να επιστρέψω. Τι ώρα λες να φάτε;».

«Επτά με επτά και μισή, όπως συνήθως, κι είσαι καλοδεχούμενη».

«Εντάξει, φεύγω και γυρίσω γύρω στις επτά. Αντίο προς το παρόν».

«Αντίο, θεία Ντα, κι ευχαριστούμε για τη βοήθεια».

Όταν έφυγε η Ντα, η Γουάν ένιωθε παράξενα που έμεινε μόνη με τον άντρα της. Ήταν η πρώτη φορά από τότε που «αρρώστησε» ο άντρα της, καθώς ο Ντεν είχε πάει τις κατσίκες στο ρυάκι κι η Ντιν περιποιούνταν τον λαχανόκηπο τους. Η Γουάν έπρεπε να ενημερώσει τον Ντεν να σφαγιάσει ένα από τα κατσικάκι που έτρεχαν με τις μητέρες τους στο κοπάδι, αλλά φοβόταν να αφήσει μόνο του τον Χενγκ. Η Ντιν ήταν η μόνη που θα μπορούσε να πάει κι ήλπιζε να γυρίσει για μεσημεριανό, όπως συνήθως, κι ήταν σίγουρη ότι ο Χενγκ θα έτρωγε το κατσικάκι του.

Προσπάθησε να του μιλήσει κι αφού κανείς δεν άκουγε, άρχισε τα γλυκόλογα.

«Χενγκ, αγάπη μου, ξύπνησες; Ανησύχησα για σένα. Παρακαλώ, απάντα μου αν με ακούς».

«Σε ακούω όταν είμαι ξύπνιος, αλλά με έπαιρνε ο ύπνος πού και πού, Μαντ» είπε με τη νέα του σιγανή βραχνή φωνή. «Νομίζω ότι έχασα μερικά πράγματα. Γενικά, νιώθω πολύ καλύτερα, αν και λίγο παράξενα. Ανυπομονώ για το δείπνο. Τι ώρα είναι τώρα;»

«Δώδεκα παρά τέταρτο. Θα σου κρατήσουμε θέση για το μεσημεριανό, θα ήθελες;»

«Τι θα φάμε;»

«Σαλάτα.

«Φαγητό για λαγούς!»

«Σου άρεσε η πράσινη σαλάτα, Χενγκ».

«Ναι; Δεν το φαντάζομαι και δεν το θυμάμαι».