banner banner banner
Οι Απόκληροι
Οι Απόκληροι
Оценить:
 Рейтинг: 0

Οι Απόκληροι


«Τι λες για μία ομελέτα;»

«Ναι, ακούγεται υπέροχο. Μπορείς να βάλεις και λίγο μιλκσέικ;»

«Ναι, γιατί όχι. Έχω λίγο έτοιμο από αυτό που έφτιαξα για το γεύμα σου. Θα δώσω άλλη μισή ώρα στη Ντιν για να δω αν θα γυρίσει. Πρέπει να πάει στον Ντεν και να του πει να σκοτώσει ένα κατσικάκι για σένα».

Μετά το μεσημεριανό, η Ντιν πήγε μερικά μαχαίρια, μία τσάντα για το κρέας και ένα φλασκί για το αίμα στον αδερφό της για να κάνει το καθήκον του και μετά γύρισε στο χωράφι.

«Σου άρεσε η ομελέτα, έτσι, Χενγκ;»

«Ναι, ήταν πολύ υγιεινή, με πολύ κρέας και πολλές πρωτεΐνες».

Η Γουάν γυρόφερνε τον Χενγκ όλη μέρα, κόβοντας λαχανικά και φτιάχνοντας σάλτσα τσίλι, αλλά ο Χενγκ δεν είπε άλλη κουβέντα. Προφανώς έπαιρνε τον απογευματινό αναζωογονητικό του ύπνο μετά από το πρώτο του στέρεο γεύμα μετά από καιρό.

Η Ντιν ήταν η πρώτη που γύρισε αργά το απόγευμα με λαχανικά και βότανα για τις επόμενες 24 ώρες. Ο Ντεν έφτασε λίγο πιο αργά και έδωσε στη μητέρα του μία τσάντα με φρέσκο σφαγιασμένο κρέας κι ένα φλασκί με το αίμα του νεκρού κατσικιού.

«Θα πάω να το αλατίσω, εντάξει, μαμά; Το έγδαρα όπως μου έδειξε ο μπαμπάς. Θα είμαι πίσω σε είκοσι λεπτά».

«Μη βιάζεσαι, έχουμε χρόνο. Να κάνεις μπάνιο πριν έρθεις στο τραπέζι αφού έσφαξες την κατσίκα».

«Ναι, μαμά».

«Μιλκσέικ. Μυρίζω υπέροχο μιλκσέικ» αναδευόταν και μουρμούριζε ο Χενγκ.

«Ναι, Χενγκ, μιλκσέικ. Η Μαντ θα σου φτιάξει μιλκσέικ μετά, αλλά πρώτα θα περιμένουμε τη θεία για να φάμε φαγητό».

Η Γουάν ψιθύρισε στην Ντιν «Πιστεύω ότι μπορεί να μυρίσει το αίμα και το κρέας της κατσίκας από εδώ. Κοίτα πώς τινάζεται η μύτη του σαν μάγισσας; Ποιος θα πίστευε πριν μία εβδομάδα ότι θα ζούσε έτσι;»

Η Γουάν έβαλε το πλεονάζον κρέας στην κατάψυξη και απομάκρυνε το παϊδάκι από τον Χενγκ για να μην τον ενοχλεί η μυρωδιά και ξεκίνησε τις δουλειές. Ο Χενγκ πήγε πάλι για ύπνο σαν ένα ρολόι που έχει ξεκουρδιστεί.

Στις επτά πάρα τέταρτο, η Γουάν έβγαλε τα κομμένα λαχανικά από το νερό για να στραγγίξουν, έβαλε την αναμμένη φωτιά σε ένα κουβά που ψήνουν πάνω σε ένα τσιμεντένιο τούβλο στο τραπέζι και πρόσθεσε λίγα κάρβουνα. Σήμερα θα φάνε το αγαπημένο των παιδιών· ψητό χοιρινό.

Η συσκευή για το μπάρμπεκιου ήταν απλή, αλλά αποτελεσματική. Ήταν ένα μεταλλικό πιάτο που έμοιαζε με παλιό αποχυμωτή. Η λεκάνη ήταν γεμάτη με νερό για βράσιμο λαχανικών και ρυζομακάρονα κι η κορυφή ήταν για το ψήσιμο του κρέατος. Στην πραγματικότητα, όλοι μαγείρευαν το δικό τους φαγητό και γέμιζαν τη λεκάνη για όλους, για να φαίνεται ότι το φαγητό είναι κοινόχρηστο.

Όταν έφτασε η Ντα, όχι νωρίς, γύρω στις επτά και δέκα, η Γουάν έβαλε τη Ντιν να φέρει το κρέας από το ψυγείο. Μόλις απείχε λίγες γιάρδες από το φαγητό, η μύτη του Χενγκ ζωντάνεψε.

«Μιλκσέικ».

«Όχι τώρα μιλκσέικ. Πρώτα παϊδάκι».

«Εντάξει. Παϊδάκι μισοψημένο».

Η Ντα ήταν ενθουσιασμένη και κρατούσε νοητικές σημειώσεις.

Όταν η Γουάν έβαλε το κρέας στο μπάρμπεκιου, ο Χενγκ έβγαλε τα γυαλιά ηλίου για να δει το θαμπό φως. Τα μάτια του έλαμπαν σαν έντονα κόκκινοι φάροι κάνοντας τα παιδιά να τρομάξουν από φόβο και αδυναμία κατανόησης.

Όλοι θα λέγανε ότι τα βραστά λαχανικά και το μαγειρεμένο κρέας μύριζαν υπέροχα, αλλά ο Χενγκ μίλησε πρώτος.

«Το παϊδάκι είναι υπέροχο! Μην κάψετε το αίμα. Ο Χενγκ θέλει το φαγητό μισοψημένο, χωρίς λαχανικά, μυρίζουν απαίσια».

«Ναι, Χενγκ ξέρω, μισοψημένο αλλά όχι ωμό. Αυτό είναι ακόμα ωμό, πρέπει να του δώσεις λίγα ακόμα λεπτά».

«Όχι, Μαντ, θα το φάω έτσι. Μυρίζει τόσο ωραία τώρα και κάθε λεπτό η μυρωδιά μειώνεται. Θέλω το δικό μου τώρα».

«Εντάξει, Χενγκ, φάτο όπως θες. Θέλεις λίγα λαχανικά ή μακαρόνια μαζί;»

«Όχι, μόνο κρέας. Θέλω λαγό, όχι φαγητό λαγού».

Η Γουάν πήρε τα δύο παϊδάκια από τη φωτιά, έβαλε ένα σε ένα πιάτο για τον Χενγκ και του το σέρβιρε.

«Ορίστε, αλλά μου φαίνεται ότι έχει πολύ αίμα. Πάντα έτρωγες το κρέας καλοψημένο όπως όλοι μας».

Ο Χενγκ πήρε το πιάτο, το έβαλε στη μύτη του, το μύρισε κι η μύτη του τινάχτηκε. Μετά πήρε το πιάτο στην ποδιά του, πήρε στα χέρια του το παϊδάκι και το έβαλε στη μύτη του.

«Υπέροχο αν και λίγο παραπάνω ψημένο» είπε.

Ο Χενγκ δεν πρόσεξε ότι όλοι κριτίκαραν την κάθε του κίνηση καθώς δάγκωσε ένα μικρό κομμάτι κρέατος και το μάσησε με τα μπροστινά του δόντια. Η Γουάν περίμενε να φάει όλο το κρέας με τη μία. Μετά, κράτησε το παϊδάκι με το ένα χέρι και με το άλλο έκοβε μικρά κομμάτια κρέατος. Όταν έφτασε στο εσωτερικό που ήταν γεμάτο αίμα, το έβαλε στο στόμα του και το ρούφηξε.

Η οικογένειά του τον κοίταζε με έκπληξη καθώς τα κόκκινα και ροζ μάτια του κοίταζαν το κρέας σαν γεράκι.

«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» είπε ο Χενγκ στη γυναίκα του τινάζοντας το κεφάλι του.

«Όχι, Χενγκ, κανένα πρόβλημα. Είναι πολύ ωραίο που σε βλέπω να τρως ξηρά τροφή πάλι. Όλοι χαιρόμαστε, σωστά;»

«Ναι» συμφώνησαν όλοι, αν κι η Ντα είχε τις αμφιβολίες της, αλλά δεν ήταν έτοιμη να τις μοιραστεί εκείνη ακριβώς τη στιγμή.

«Καλώς! Εντάξει» είπε ο Χενγκ και γύρισε στο φαγητό του με προφανή ευχαρίστηση.

Του πήρε του Χενγκ μισή ώρα να φάει μισή ντουζίνα ίντσες κρέας και ξεκίνησε με το κόκαλο, το οποίο το ρούφηξε μέχρι τελικής πτώσης. Οι άλλοι το βρήκαν αδύνατο να συγκεντρωθούν στο φαγητό τους με αποτέλεσμα να καεί η χόβολη και το κρέας κι έτσι το φαγητό τους καταστράφηκε, αλλά το έφαγαν καθώς δεν συνηθίζουν να πετάνε το φαγητό.

Όταν τελείωσε το πρώτο παϊδάκι, ο Χενγκ καθάρισε με την ανάστροφη του χεριού του το στόμα του και το ρούφηξε. Ένας περαστικός θα υπέθετε ότι ο Χενγκ μόλις απελευθερώθηκε από χρόνιο εγκλεισμό που έτρωγε μόνο νερό και ψωμί. Κανείς δεν τους δεν είχε δει κάποιον να απολαμβάνει τόσο πολύ το φαγητό του.

«Θες και το άλλο, μπαμπούλη;» ρώτησε η Ντιν.

Ο Χενγκ άρπαξε το σεντόνι από τους ώμους του και το τράβηξε για να βολευτεί καλύτερα κι ο Ντεν έπιασε το πιάτο από την ποδιά του πατέρα του πριν πέσει κάτω.

«Περίμενα να κατέβει πρώτα αυτό» είπε ο Χενγκ «και μετά να φάω κι άλλο. Πολύ ωραίο φαγητό. Χενγκ αρέσει πολύ».

Ο Ντεν κοίταξε τη μητέρα του κι ήξερε τι εννοούσε. Ο Χενγκ μιλούσε σπαστά ταϊλανδέζικα και κανείς δεν το είχε ακούσει ξανά να μιλά τόσο άσχημα αν και ποτέ δεν μιλούσε τέλεια ταϊλανδέζικα καθώς οι γονείς του ήταν Κινέζοι.

Καθώς όλοι γύρισαν στο φαγητό τους κι ο Χενγκ έμεινε ακούνητος, ακούστηκε ένας πνιχτός θόρυβος από τη μεριά του. Όλοι κατάλαβαν τι συνέβη, αλλά όντες ευγενικοί, προσποιήθηκαν ότι δεν άκουσαν τίποτα. Ακούστηκε άλλη μία φορά με τη συνοδεία άσχημης μυρωδιάς.

Μόνο η Γουάν κι η Ντα τον κοίταξαν κατάματα κι αυτός τις κοίταξε με ένα πλατύ χαμόγελο πίσω από τα σκοτεινά γυαλιά του.

Ο Ντεν άρχισε να χαχανίζει. Στη αρχή, σιγά, αλλά δεν μπορούσε να το κρατήσει κι έτσι κόλλησε και την Ντιν.

«Ήσυχα, παιδιά. Ο πατέρας σας δεν μπορεί να το ελέγξει, είναι άρρωστος. Η ξηρά τροφή τον επηρέασε αρκετά».

Παρ' όλα αυτά, τα παιδιά δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν. Ο Χενγκ στεκόταν εκεί με ένα ικανοποιημένο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Μερικά λεπτά μετά, όταν μη μυρωδιά δεν πέρασε, η Γουάν είπε στον Ντεν: «Πήγαινε τον πατέρα σου στο μπάνιο για να καθαριστεί, εντάξει; Αν υπάρχει πρόβλημα, φώναξε και θα έρθω να βοηθήσω. Χενγκ, βάλε τα εσώρουχά σου στα άπλυτα και θα τα καθαρίσω αύριο».