Αυτά τα παιδιά, θα ήταν τα πρώτα θύματα της Ανταλλαγής.
Στο γραφείο του Πρύτανη, η ατμόσφαιρα ξαναέγινε φυσιολογική, μετά από τη θορυβώδη παρένθεση, κι ο Ντρου πήρε τον λόγο.
<ΜακΚίντοκ, απάλλαξε αυτούς τους φοιτητές. Αυτά τα αντικείμενα είναι δικά μας. Τώρα ξέρουμε που δείχνει η συσκευή: περίπου 300 μέτρα ανατολικά από το εργαστήριο Φυσικής>.
Ο Πρύτανης κοίταξε το Ντρου με αέρα αμφισβήτησης.
<Θες να πεις ότι εσείς στείλατε, απόψε, αυτό το πράγμα στην πολυθρόνα της Μπράις;>
<Ναι, έτσι είναι. Αναγνώρισα τα αντικείμενα. Είχαν όλα τη μορφή που περίμενα και τα υλικά ήταν τα ίδια. Εμείς τα στείλαμε>.
Ο ΜακΚίντοκ άλλαξε εντελώς έκφραση, προσπαθούσε να συγκρατηθεί αλλά, σε λίγα δευτερόλεπτα, ξέσπασε σε γέλια και, τόσο ο Ντρου όσο κι ο Μαρρόν, τον ακολούθησαν, χωρίς ενδοιασμό.
<Από όλα τα μέρη που μπορούσαν να πάνε, πήγαν κατευθείαν στη Μπράις...χα...χα...χα!>, ο Πρύτανης είχε κοκκινίσει από τα γέλια.
<Είδες το πρόσωπό της; Έμοιαζε με τη γυναίκα της Αποκάλυψεως...χα...χα...χα!>, συμπλήρωσε ο Ντρου.
Ο Μαρρόν είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια και κρατούσε την κοιλιά του.
H γενική ευδιαθεσία κράτησε αρκετά δευτερόλεπτα και, στη συνέχεια, επέστρεψε σταδιακά στην κανονική κατάσταση.
Ο ΜακΚίντοκ ήταν ο πρώτος που μίλησε.
<Ωραία, αγαπητέ Ντρου, φαίνεται ότι η ανακάλυψή σου είναι πραγματική ανακάλυψη, δεδομένου ότι εγώ δεν έχω χέρια 300 μέτρα μακριά και δε θα κατάφερνα να το κάνω>, κοίταξε προκλητικά τον καθηγητή, <οπότε, τώρα, ποιες είναι οι προθέσεις σου;>
Ο Ντρου δεν υποχώρησε στην πρόκληση και αρκέστηκε στο να σηκώσει τα φρύδια με προσποιητή έκπληξη.
<Σκοπεύω να δημοσιεύσω την ανακάλυψη. Επιπλέον, θέλω να μεταδώσω τις λεπτομέρειες του πειράματος στους ξένους συναδέλφους, με τους οποίους έχουμε Σύμβαση, ως Πανεπιστήμιο, κατά τρόπο που να μπορούν να το αναπαράγουν και να το μελετήσουν. Έχουμε ανάγκη τη βοήθειά τους, ώστε να ετοιμάσουμε τη θεωρία που…>
<Ηρέμησε, ηρέμησε, Ντρου. Μη βιάζεσαι τόσο>, τον διέκοψε ο Πρύτανης, <το να δημοσιεύσεις την ανακάλυψη δεκτό, αλλά το να μεταδώσεις τις λεπτομέρειες, δε μου φαίνεται σωστό. Βλέπεις, το Πανεπιστήμιό μας χρειάζεται χρήματα, τα χρειάζεται πολύ, κι αν αυτή η ανακάλυψη μπορεί να τα φέρει, τότε πρέπει να κρατήσουμε για εμάς τις λεπτομέρειες και να εκμεταλλευτούμε στο έπακρο το πλεονέκτημα που έχουμε, δηλαδή το να είμαστε οι μόνοι στον κόσμο, που κατέχουμε αυτή την τεχνολογία>.
Ο Ντρου παρέλυσε για μία στιγμή. Δεν περίμενε μία τέτοια στάση. Εκείνος, πάντα, θεωρούσε την Επιστήμη σαν κάτι που πρέπει να μοιράζεται με τους άλλους, με τέτοιο τρόπο ώστε η ανθρωπότητα να μπορεί να προοδεύσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και με αρμονικό τρόπο, για το κοινό καλό. Θα έπρεπε να παλέψει.
<ΜακΚίντοκ, καταραμένε Σκωτσέζε!>, επιτέθηκε με θυμό, τον οποίο μόλις που συγκρατούσε, <Καταλαβαίνεις τι λες; Για μία χούφτα χρήματα, που δε θα έκαναν μεγάλη διαφορά σε ένα Πανεπιστήμιο, όπως το δικό μας που είναι το πλέον χρηματοδοτούμενο σε όλη τη Μεγάλη Βρετανία, υποστηρίζεις ότι η ανακάλυψη που κάναμε ο Μαρρόν κι εγώ, θα παραμείνει περιορισμένη ανάμεσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Πώς μπορεί να προοδεύσει η Επιστήμη; Πώς μπορεί να προοδεύσει η ανθρωπότητα; Σκέψου αν...>, έψαξε να βρει ένα παράδειγμα, το οποίο θα μπορούσε να καταλάβει,<...αν ο Γουλιέλμος Μαρκόνι δε μοιραζόταν την ανακάλυψη του για το ραδιόφωνο. Αν ήθελες να αγοράσεις ένα ραδιόφωνο, θα έπρεπε να πας στους απογόνους του, υποθέτοντας ότι εξακολουθούν να τα κατασκευάζουν, ή θα τα παρατούσες και θα έβρισκες κάτι άλλο να σου κάνει παρέα, ενώ οδηγείς ως το Λίβερπουλ, όταν πας στη φιλενάδα σου. Για παράδειγμα, ένα καριγιόν>.
Ο ΜακΚίντοκ δεν εντυπωσιάστηκε.
<Ε, γιατί, πώς πιστεύεις ότι θα μπορούσες να βγάλεις χρήματα από την ανακάλυψή σου;>
<Οργανώνοντας σεμινάρια, γράφοντας άρθρα για τα περιοδικά του κλάδου....>
<Ντρου, είσαι αναμφίβολα ένας άριστος Φυσικός, αλλά δεν έχεις πρακτική σκέψη. Δεν έχεις σκεφτεί ότι, κατάλληλα ρυθμισμένη, η συσκευή σου θα μπορούσε να μεταφέρει υλικά για εμπορικούς σκοπούς; Στην ουσία, αν θέλαμε να στείλουμε ένα πακέτο από το Μάντσεστερ στο Πεκίνο, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε έναν ταχυμεταφορέα, που θα έπαιρνε μέρες, στην καλύτερη των περιπτώσεων, και θα κόστιζε αρκετά. Με τη συσκευή σου, η μεταφορά θα ήταν άμεση και, θα κόστιζε, για παράδειγμα, τα μισά από τον ταχυμεταφορέα, το οποίο θα ήταν εξαιρετικά βολικό. Έχεις ιδέα πόσα πακέτα αποστέλλονται από το Μάντσεστερ, σε μία μόνο ημέρα; Εγώ όχι, αλλά πιστεύω ότι θα είναι χιλιάδες. Επέκτεινε την αγορά στην Αγγλία, την Ευρώπη, τον κόσμο...>
Ο Ντρου ήταν μπερδεμένος. Δεν είχε σκεφτεί αυτές τις δυνατότητες και, τώρα, άρχιζε να καταλαβαίνει την οπτική του Πρύτανη, αλλά αυτό δεν τον αποσπούσε από την «σταυροφορία» του για την Επιστήμη.
<Άκου, ΜακΚίντοκ, οι εμπορικές εφαρμογές θα μπορούν να μελετηθούν εν ευθέτω χρόνω, αλλά τώρα είναι απολύτως απαραίτητο να δημιουργήσουμε μία θεωρία, η οποία θα εξηγεί τη λειτουργία της συσκευής και θα μας επιτρέπει να τη ρυθμίζουμε κατάλληλα. Χωρίς αυτή, είναι εξ ολοκλήρου άχρηστη, εκτός κι αν θες να περιοριστείς στο να στέλνεις καραμέλες πάνω στην πολυθρόνα της Μπράις. Το φαινόμενο της ανταλλαγής είναι εξ ολοκλήρου εκτός κάθε γνωστής θεωρίας, και είναι πολύ δύσκολο μόνο εγώ κι ο Μαρρόν, ακόμη και με την ενδεχόμενη βοήθεια των συναδέλφων μου που δουλεύουν εδώ, να μπορέσουμε σε λογικό χρόνο να φτάσουμε σε ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Εφόσον έχουμε τη θεωρία, μετά θα μπορούμε να κατασκευάσουμε άλλες συσκευές και να μελετήσουμε πώς να τις βελτιώσουμε και να τις κάνουμε πιο αποτελεσματικές. Εν ολίγοις, χρειαζόμαστε τη βοήθεια των καλύτερων μυαλών που κυκλοφορούν, κι αυτό δεν αλλάζει>, κατέληξε απόλυτος ο Ντρου.
Ο Πρύτανης, ζύγισε προσεκτικά τα επιχειρήματα του Ντρου και στο τέλος συμφώνησε ότι, για να βγάλουν χρήματα από τη συσκευή, ήταν απαραίτητο να γνωρίζουν πώς λειτουργούσε και γιατί λειτουργούσε.
<Εντάξει, Ντρου, με έπεισες. Θα κάνουμε το εξής: θα διαλέξουμε μία κλειστή ομάδα επιστημόνων, τους οποίους μπορούμε να εμπιστευτούμε, συμφωνούμε μαζί τους μία επαρκή αμοιβή, για τη συνεργασία που παρέχουν, τους μεταφέρουμε τις πληροφορίες μας και προσπαθούμε να φτάσουμε, κατά το δυνατόν γρηγορότερα, στον προσδιορισμό της θεωρίας για την οποία μιλάς. Όταν θα έχουμε τη θεωρία και συσκευές που θα λειτουργούν όπως θέλουμε εμείς, μόνο τότε, θα δημοσιεύσουμε την ανακάλυψη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν μπορείτε να μιλήσετε γι’αυτή με κανέναν, χωρίς τη δική μου άδεια>.
Ο Ντρου δεν ήταν ικανοποιημένος. Ήταν ιδεαλιστής και δεν μπορούσε να συλλάβει την αναγωγή των πάντων σε χρήματα.
<Μα, η πρόοδος, η Επιστήμη…>, ξεκίνησε με πικρία, αλλά ο ΜακΚίντοκ, τον διέκοψε.
<Ο κόσμος θα προοδεύσει και η Επιστήμη θα εξελιχθεί με την ανακάλυψή σας, αλλά δεν βλέπω κάτι κακό, αν η ανακάλυψη αυτή συμβάλλει και στην αύξηση των εισροών αυτού του Πανεπιστημίου. Πραγματικά, χρειαζόμαστε χρήματα, Ντρου, και πίστεψέ με όταν σου λέω ότι πρέπει να αδράξω καθετί που συμβαίνει, ακόμη και για να εισπράξω μερικά ακόμη σεντς. Ωραία, είμαστε σύμφωνοι>, δήλωσε μονομερώς. <Ετοίμασε τη λίστα με τους επιστήμονες, με τους οποίους θα επικοινωνήσουμε, και, μετά, έρχεσαι να μου την υποβάλλεις. Θα κινηθούμε αμέσως>.
Ο Ντρου συμφώνησε, αποθαρρυμένος.
<Ωραία,>, απάντησε ξερά, <τα λέμε το απόγευμα>.
Σηκώθηκε και, συνοδευόμενος από το Μαρρόν, που δεν είχε πει λέξη καθ’όλη τη διάρκεια της συνάντησης, βγήκε από το γραφείο.
Ο φρέσκος αέρας του Μάρτη, μπήκε στα πνευμόνια τους, με ζωντάνια, κι έδιωξε μακριά την καταπίεση που αισθάνθηκαν. Λευκοί θύσανοι χάρασσαν εδώ κι εκεί το γαλάζιο ουρανό. Ο ήλιος έλαμπε με σιγουριά.
Ο Μαρρόν τόλμησε να πει:
<Ήταν δύσκολο ε;>
Ο Ντρου δεν απάντησε.
Το Νόμπελ έπρεπε να περιμένει.
Κεφάλαιο V
<Ααααααααα!>
Ήταν νύχτα και ο Μαρρόν, τελείωνε μία έντονη συνουσία με την Σαρλίν Μπονβίλ, την αρραβωνιαστικιά του. Ήταν πάνω από μία ώρα που ξεκίνησαν, και όλη αυτή την ώρα, έκαναν τόσο θόρυβο που το μεγάλο φινάλε, δεν πέρασε απαρατήρητο. Από τα διπλανά δωμάτια, υπήρχαν αντιδράσεις κάθε είδους.
<Φτάνειιιιι! Δεν αντέχουμε άλλοοοο! Θέλουμε να κοιμηθούμεεεε!>
<Πάμε, Σαρλ! Κάν’τους να καταλάβουν από τι είμαστε φτιαγμένες εμείς της Ψυχολογίας!>
<Η μαυρούλα, σε ξετινάζει ε;>
<ΑΝ ΣΕ ΠΙΑΣΩ ΑΥΡΙΟ, ΘΑ ΣΟΥ ΣΠΑΣΩ ΤΑ ΠΟΔΙΑ!>
Ο Μαρρόν δεν άκουγε, πλέον, τίποτε. Μετά την παράσταση, κατέρρευσε δίπλα στη Σαρλίν, από τη μέση και πάνω, και κοιμήθηκε αμέσως, ιδρωμένος και διαλυμένος. Εξάλλου, αυτή ήταν μία κατάσταση στην οποία είχε συμβάλλει, εκείνες τις ημέρες. Φορούσε ακόμη το προφυλακτικό κι η κοπέλα ξέσπασε σε γέλια, βλέποντας πόσο γελοίος ήταν ο Μαρρόν, έτσι διαλυμένος. Η συμμετοχή του στη συνουσία ήταν βαθιά, όπως πάντα. Πράγματι και σ’εκείνη άρεσε να κάνει έντονο έρωτα, χρησιμοποιώντας πλήρως το κορμί της και εκδηλώνοντας μία αξιοσημείωτη φυσική δραστηριότητα. Αλλά, όπως πολλές γυναίκες, κρατούσε τον έλεγχο της κατάστασης. Το μυαλό της ήταν πάντα συγκεντρωμένο και προσεκτικό στην εξέλιξη της κατάστασης. Αξιολογούσε και έκρινε, απομνημόνευε, για το μέλλον.
Ο Μαρρόν, αντίθετα, αφηνόταν πλήρως στα πρωτόγονα ένστικτα, γινόταν ένα ζώο, που κυριευόταν από τις ορμόνες και συμπεριφερόταν αναλόγως. Το τέλος της συνουσίας ήταν, συχνά, εκρηκτικό, αλλά εκείνο το βράδυ έφτασε σε έναν παροξυσμό, μεγαλύτερο από όλες τις άλλες φορές.
Η Σαρλίν έφυγε για να κάνει ντους και σκεφτόταν το αγόρι.
Το τόσο παρεξηγημένο γυναικείο ένστικτο είναι, παρόλα αυτά, μία μεγάλη αλήθεια. Πράγματι, αισθανόταν ότι υπήρχε κάτι καινούργιο, σχετικά με τον αρραβωνιαστικό της. Ίσως, μπορούσε να είναι μία μεγαλύτερη έλξη για εκείνη, αλλά δε της φαινόταν πιθανό, καθώς ο Μαρρόν ήταν τόσο ερωτευμένος, που μία μεγαλύτερη έλξη δε θα ήταν δυνατή.
Το νερό κυλούσε καυτό και ευχάριστο, της έκανε ένα γενναιόδωρο μασάζ και την ανακούφιζε, μετά από όλη αυτή την κίνηση.
«Όχι, κάτι άλλο είναι», σκέφτηκε η Σαρλίν, «Πάνω από μία φορές, απόψε, ήταν έτοιμος να μου πει κάτι, μα πάντα το συγκρατούσε. Ποιος ξέρει γιατί;»
Έκλεισε το νερό του ντους και μπήκε σε ένα κίτρινο, μαλακό και αφράτο μπουρνούζι.
Σκουπίστηκε ζωηρά, τρίβοντας με ενέργεια όλο της το κορμί, ταμπονάροντας τα μαλλιά της και, στο τέλος, ξεκίνησε να τα στεγνώνει με το πιστολάκι.
«Δεν θα πρέπει να είναι δύσκολο να το ανακαλύψω», κατέληξε με ένα πονηρό χαμόγελο.
Κεφάλαιο VI
Εκείνη την ίδια βραδιά, ο Πρύτανης ΜακΚίντοκ είχε τελειώσει την πολλοστή ημέρα δουλειάς στο Πανεπιστήμιο. Ήταν, ως συνήθως, μία δύσκολη ημέρα. Η διαχείριση μίας κολοσσιαίας δομής, όπως αυτή, ήταν ένα εξαιρετικά πολύπλοκο έργο και, ταυτόχρονα, δυσάρεστο, καθώς οι αποφάσεις που λαμβάνονταν προς όφελος κάποιου, δυσαρεστούσαν κάποιον άλλον και, με ένα προσωπικό άνω των 10.000 καθηγητών, οι στατιστικές ενεργούσαν με τρόπο ακριβή και αδυσώπητο: ό,τι κι αν έκανε εκείνος, ήταν γραφτό, κάθε μέρα, να δημιουργεί κι έναν καινούργιο εχθρό. Έναν εχθρό που θα έπρεπε, στη συνέχεια, να ξανακερδίσει αποδεχόμενος, ενδεχομένως, κάθε κίνησή του, χωρίς πολλά παράπονα, πράγμα που θα του δημιουργούσε νέους εχθρούς κάπου αλλού.
Αυτή, λοιπόν, ήταν η δουλειά του και το πεπρωμένο του. Αγαπητός και σεβαστός και, ταυτόχρονα, μισητός και αντικείμενο ύβρεως. Και ποτέ από τα ίδια άτομα, για περισσότερο από δύο συνεχόμενες εβδομάδες.
Τουλάχιστον να είχε έναν εχθρό που να γνώριζε καλά ποιος είναι, από τον οποίο να μπορεί να φυλάγεται. Αντίθετα, ενώ περπατούσε στα ανθισμένα μονοπάτια που οδηγούσαν στα διάφορα κτήρια του συγκροτήματος του Πανεπιστημίου, ή ενώ διέσχιζε κάποιο γραφείο γεμάτο υπαλλήλους, ή περνώντας ακόμη και στους διαδρόμους, ανάμεσα στις αίθουσες, του φαινόταν ότι βρισκόταν σε ένα μονοπάτι που ελεγχόταν από ελεύθερους σκοπευτές έτοιμους να τον πυροβολήσουν, στην πρώτη λάθος κίνηση. Ο καθηγητής που σήμερα τον χαιρετούσε χαμογελώντας, μπορούσε να είναι ο ίδιος που μέσα σε ένα-δύο μήνες θα τον κακολογούσε και θα τον χλεύαζε με συναδέλφους.
Ήταν μία άσχημη ζωή, αλλά ήταν εκείνη που είχε επιλέξει και για την οποία είχε επιλεγεί, οκτώ χρόνια πριν. Η ανταμοιβή, όμως, ήταν μεγάλη. Διοικούσε το πιο μεγάλο Πανεπιστήμιο της χώρας κι αυτό του έδινε πολύ μεγάλο κύρος, μία προσωπική επιβεβαίωση, που λίγοι μπορούσαν να νιώσουν και, για την οποία, πολλοί τον ζήλευαν.
Και γι’αυτό ήταν μόνος.
Μόνος σαν αδέσποτο σκυλί. Από την κορυφή του βάθρου της δύναμής του, η απόσταση με τους ανθρώπους που τον περιέβαλλαν ήταν τόση που οι ανθρώπινες σχέσεις ήταν αδύνατες.
Η γυναίκα του είχε ήδη φύγει εδώ και χρόνια, μνημονεύοντάς τον ως έναν ελαττωματικό οργανισμό, που λειτουργούσε μόνο στον εργασιακό χώρο, ο οποίος τροφοδοτούνταν από την έπαρση και την αυταρέσκεια, ενώ στο σπίτι, ως σύζυγος, ήταν εντελώς άχρηστος και ανίκανος. Δεν ήξερε να την κατανοεί, δεν ήξερε ούτε να σκέφτεται μία γυναίκα, πάντα αφοσιωμένος στη δική του εξέλιξη, σε υποχρεώσεις πιο σημαντικές και με μεγαλύτερο κύρος αλλά, στο μεταξύ, στείρες και απομακρυσμένες από συναισθήματα. Δεν είχαν παιδιά, έτσι όταν εκείνη βαρέθηκε να ζει σαν μία γνωστή του, απλώς άλλαξε διεύθυνση και ξεκίνησε όλες τις διαδικασίες για το διαζύγιο, με μία φίλη της δικηγόρο. Ούτε μιλούσαν, πια, μεταξύ τους.
Αρχικά, ο ΜακΚίντοκ δεν είχε αντιληφθεί το συμβάν. Δεν περνούσε πολύ χρόνο στο σπίτι κι, όταν ήταν εκεί, δεν είχε μεγάλη έφεση στις οικογενειακές σχέσεις. Το άγχος της δουλειάς τον βάραινε, εκείνη την εποχή, και το να έχει και τη γυναίκα του μέσα στα πόδια του τον εκνεύριζε πολύ. Προτιμούσε να είναι μόνος του, στον κήπο ή τη βιβλιοθήκη.
Μετά από μία εβδομάδα, από την αναχώρησή της, ωστόσο, ο ΜακΚίντοκ επιστρέφοντας στο σπίτι είχε βρει την υπηρέτρια, η οποία άφηνε κάποιες βαλίτσες κοντά στην πόρτα. Όταν τη ρώτησε σχετικά, εκείνη πήρε ένα ύφος ντροπής και τον ενημέρωσε ότι η γυναίκα του είχε κανονίσει την αποστολή των προσωπικών της αντικειμένων, στην καινούργια της διεύθυνση.
Σαν να ξύπνησε από όνειρο που έβλεπε ενώ ήταν ξύπνιος, κοίταξε μέσα, ψάχνοντας ενστικτωδώς τη γυναίκα του και, μόνο τότε, κατάλαβε την πραγματική κατάσταση.
Κλείστηκε στον εαυτό του, γεμάτος ενοχή αλλά, ταυτόχρονα, ανίκανος να ξεπεράσει το εμπόδιο που ο ίδιος είχε δημιουργήσει, μέσα σε πολλά χρόνια στείρας συζυγικής ζωής.
Και ξεκίνησε τη ζωή του ως ένας μοναχικός άνδρας. Μόνο, λίγο πιο μόνος από ότι ήταν πριν.
Μέχει να γνωρίσει τη Σίνθια.
Περίπου πριν ένα χρόνο, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει μία εβδομάδα διακοπών, για να συμμετάσχει σε ένα συνέδριο στο Μπέρμιγχαμ και, αφού αυτό θα διαρκούσε για τρεις συνεχόμενες ημέρες, έκλεισε ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο.
Ένα βράδυ ήταν στο μπαρ, μετά από μία ημέρα την οποία πέρασε ακούγοντας κάποιες σπουδαίες προσωπικότητες της ελληνικής μυθολογίας σε έναν πολύ ζωντανό, δημόσιο διάλογο, σχετικά με τις διάφορες δυνατές μεταφράσεις των επιγραφών που ήταν χαραγμένες στο κάλυμμα μίας λάρνακας, η οποία είχε ανακαλυφθεί, πρόσφατα, στην Κόρινθο.
Ήταν το στοιχείο του, το αντικείμενο στο οποίο είχε φυσική κλίση και πάνω στο οποίο έκανε την πρώτη του ειδικότητα, διδάσκοντάς το για πολλά χρόνια, επιβλέποντας σημαντικά ερευνητικά προγράμματα και παρέχοντας συμβουλές στα μεγαλύτερα ιδρύματα του κόσμου, τα οποία είχαν αναλάβει τη διατήρηση του Κλασσικού πολιτισμού.
Όλα αυτά, προτού το καθήκον του Πρύτανη του προβάλλει μία νέα διάσταση, πολύ διοικητική και λίγο πολιτιστική κι, επιπλέον, με τη συγγενή έννοια της κολακευτικής εξουσίας. Έκτοτε, τον ικανοποιούσε να ακολουθεί τις έρευνες των άλλων, να παρέχει συμβουλές στις νέες εκδόσεις, πάνω στο αντικείμενο, να συμμετέχει σε σεμινάρια, όταν μπορούσε.
Εκείνο το βράδυ δεν είχε ύπνο και καθόταν στον πάγκο του μπαρ του ξενοδοχείου, πίνοντας σκεπτικός ένα ουίσκι pure malt, πολύ παλαιωμένο. Ήταν ο μόνος εναπομείνας πελάτης, παρόλο που η ώρα δεν ήταν πολύ περασμένη. Ο μπάρμαν γυάλιζε, για τρίτη φορά, τα κρυστάλλινα ποτήρια. Τα φώτα ήταν χαμηλά και οι αποχρώσεις του πολύτιμου ξύλου, που χαρακτήριζε τη διακόσμηση, εξέπεμπαν ηρεμία, κάνοντάς τον να νιώθει άνετα.
Ετοιμαζόταν να πιει κάποιο άλλο είδος λικέρ, όταν, απρόσμενη και αόρατη, η μυρωδιά ενός απίστευτα θηλυκού αρώματος τον τύλιξε, πιάνοντάς τον εντελώς απροετοίμαστο και κάνοντάς τον να γυρίσει το κεφάλι, για μία στιγμή. Έμεινε ακίνητος στη θέση του, σαν να είχε πετρώσει, πλήρως βυθισμένος στο άρωμα. Στα αριστερά του εμφανίστηκε μία γυναίκα, πολύ καλά ντυμένη, με πολύ σίγουρη και κομψή στάση, η οποία ενώ στεκόταν όρθια, λίγο απομακρυσμένη από τον πάγκο, έκανε την παραγγελία της:
<Σερί. Ευχαριστώ>.
Η φωνή ήταν ζεστή, κοντράλτο, τέλεια ελεγχόμενη, σαν ανθρώπου συνηθισμένου να μιλά σε κοινό, σε ένα κοινό μορφωμένο και προσηλωμένο.
Ο ΜακΚίντοκ την παρατήρησε με την άκρη του ματιού του, προσπαθώντας να μη δείξει ενδιαφέρον.
Η γυναίκα τον αγνοούσε εντελώς. Ήταν μεσαίου ύψους, με λευκή επιδερμίδα και κόκκινα μαλλιά, πιασμένα με ένα πιαστράκι στο χρώμα του μαρμάρου. Το κορμί της είχε πολύ θηλυκές αναλογίες.
Φορούσε ένα σκωτσέζικο ταγιέρ εξαιρετικής ποιότητας, με ασορτί, τέλεια φούστα, που έφτανε ως το γόνατο, παπούτσια σε σκούρο μπορντό, με ψηλό λεπτό τακούνι και μαύρο καλσόν. Το σακάκι κάλυπτε ένα λευκό πουκάμισο με ένα ντεκολτέ αποκαλυπτικό, μα μετρημένο. Στο πέτο μία χρυσή καρφίτσα, σε σχήμα C, ξεχώριζε με χάρη. Στο λαιμό φορούσε ένα ογκώδες χρυσό κολιέ, λαξευμένο με επιδεξιότητα και τα σκουλαρίκια με τη δική τους γενναιόδωρη λάμψη, τρυπούσαν με φως τους λοβούς των αυτιών της.
Το πρόσωπο ήταν λεπτό, με λεπτές, μα ευδιάκριτες γραμμές. Τα μάτια, με χρώμα ανοιχτό πράσινο, ήταν σωστά τοποθετημένη σε σχέση με τη μύτη και ελαφρά αετίσια. Τα χείλη λεπτά, αλλά όχι υπερβολικά λεπτά, ήταν σε αρμονία με το πηγούνι, το οποίο μόλις που προεξείχε.
Ελαφρύ μακιγιάζ σε παλ χρώματα και μόνο μερικές λεπτές ρυτίδες στο μέτωπο και στα μάγουλα της γυναίκας, η οποία φαινόταν να είναι κοντά στα πενήντα.
Ο μπάρμαν σέρβιρε το σέρι, τοποθετώντας το ποτήρι στον πάγκο, χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο, μετά εξαφανίστηκε στο χώρο πίσω από τη βιτρίνα του μπαρ, για να τελειώσει κάποια δουλειά.
Η γυναίκα τέντωσε το δεξί της χέρι, με τα λεπτά και ψηλά δάχτυλα και με νύχια προσεκτικά περιποιημένα, βαμμένα με ένα λευκό περλέ βερνίκι, και πήρε με λεπτότητα το ποτήρι. Καθώς το σήκωνε, ο ΜακΚίντοκ δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί, μαγεμένος ίσως από το άρωμα κι από αυτή τη θέα, και σήκωσε κι εκείνος το ποτήρι του, λέγοντας χαμηλόφωνα:
<Εις υγείαν!>
Εκείνη γύρισε ελαφρά το κεφάλι της προς εκείνον, γέρνοντας ταυτόχρονα λίγο μπροστά. Χαμογέλασε ελαφρά και χωρίς εναλλαγές στον τόνο της φωνής:
<Εις υγείαν>.
Μετά γύρισε και κοίταζε μπροστά της και ήπιε μία μικρή γουλιά από το ποτό της, ενώ ο ΜακΚίντοκ ήπιε μονορούφι, ό,τι απέμενε από το δικό του.
Κι ο ΜακΚίντοκ έμεινε έτσι, με το ποτήρι άδειο στα χέρια του, συνειδητοποιώντας, μόλις εκείνη τη στιγμή, ότι είχε πιει μονομιάς τα ¾ του περιεχομένου του. Το ουίσκι τον γέμισε με ένα κύμα ευχάριστης ζέστης, και το άρωμα της γυναίκας τον μεθούσε και ξυπνούσε πάλι μέσα του αισθήσεις, που αδρανούσαν εδώ και πολύ καιρό. Και, κυρίως, ήταν εκείνη, σε απόσταση ενός μέτρου, απίστευτα ελκυστική και τέλεια, αυτή που θα μπορούσε να είναι η ιδανική γυναίκα, αν μπορούσε ποτέ να σκεφτεί ένα τέτοιο πρότυπο.
Χωρίς να αντιλαμβάνεται αυτό που έκανε, άφησε το ποτήρι, σηκώθηκε από το σκαμπό και έκανε ένα βήμα προς τη γυναίκα, της χαμογέλασε και τείνοντας φιλικά το χέρι, είπε χαμηλόφωνα:
<Επιτρέπετε; Λάχλαν ΜακΚίντοκ>.
Εκείνη άφησε, με τη σειρά της, το ποτήρι, γύρισε προς εκείνον και έδωσε το χέρι της με χάρη.
<Σίνθια Φάρναμ, χάρηκα.>
<Σίνθια…>, ο ΜακΚίντοκ έμεινε έκπληκτος. Μετά συνήλθε και είπε με χαμηλή και ήρεμη φωνή: <Είναι ένα από τα επίθετα της θεάς Αρτέμιδος, κόρης του Δία και της Λητούς, δίδυμης αδελφής του Απόλλωνα. Γεννήθηκε στο νησί της Δήλου, στην κορυφή του όρους Κύθνος, από το οποίο προέρχεται το όνομα Σίνθια. Θεά του φεγγαριού, ήταν υπερβολικά όμορφη κι ήταν μία από τις πιο αγαπητές θεότητες της Αρχαίας Ελλάδας. Και...> Σταμάτησε, αβέβαιος.
Ενώ μιλούσε, η Σίνθια άρχισε να χαμογελά ευχαριστημένη.
<Και…;> τον παρότρυνε, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι στα αριστερά.
Τώρα πια, ο ΜακΚίντοκ δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Ο κύβος ερρίφθη.
<…κι ελπίζω να μην έχω το τέλος του Ακταίωνα. Ήταν ένας πρίγκιπας από τη Θήβα ο οποίος, πηγαίνοντας για κυνήγι, είδε την Άρτεμη, ενώ έκανε γυμνή μπάνιο. Κρύφτηκε και παρέμεινε να την παρατηρεί, μα ήταν τόσο συνεπαρμένος, που δεν κατάλαβε ότι πάτησε ένα κλαδί. Ο ήχος τον έκανε να αποκαλυφθεί κι η Άρτεμις δυσαρεστήθηκε τόσο πολύ από το επίμονο βλέμμα του Ακταίονα, που τον έριξε στο μαγικό νερό και τον μετέτρεψε σε ελάφι. Τα σκυλιά του τον πέρασαν για θήραμα και του όρμησαν, σκοτώνοντάς τον>. Έκανε μία παύση, μεταμελημένος, και μετά επανέλαβε: <Ελπίζω να μην έχω το τέλος του Ακταίονα…>
Εκείνη χαμογέλασε ελαφριά, διασκεδάζοντας.
<Δε βλέπω σκυλιά εδώ>.
Ο ΜακΚίντοκ αναστέναξε, ανακουφισμένος και, με τη σειρά του, χαμογέλασε ελαφριά και μετά πήρε τόνο αυτοπεποίθησης:
<Ε, γι’αυτή τη φορά σώθηκα. Με συγχωρείτε αν σας ενόχλησα>, και γύρισε στη δική του θέση.
<Δεν υπάρχει κάτι να συγχωρήσω. Κι εγώ χρειάζομαι μία χαλαρωτική κουβέντα, μετά από την ημέρα που πέρασα. Λάχλαν, είπατε; Από πού προέρχεται;>
Ο ΜακΚίντοκ χαλάρωσε.
<Είναι κέλτικο όνομα και, από ότι φαίνεται, σημαίνει «ο προερχόμενος από τη λίμνη» ή «ο βίαιος πολεμιστής»>.
<Προτιμώ τον πρώτο ορισμό. Εσείς τι λέτε;>
<Σίγουρα. Συμφωνώ>. Ο ΜακΚίντοκ αισθανόταν απόλυτα άνετα, ενώ μιλούσε με τη Σίνθια. Ήταν ευχάριστο να συζητά μαζί της και, ακόμη πιο ευχάριστο, το να βρίσκει αμέσως κοινά σημεία. Εδώ και καιρό οι σχέσεις του με τους άλλους περιλάμβαναν μόνο αγχωτικές διαφωνίες, πικρές αποφάσεις και πομπώδεις δημόσιες συζητήσεις!
Ο ΜακΚίντοκ πρότεινε στη γυναίκα:
<Τι θα λέγατε να καθόμασταν λίγο πιο άνετα;>, δείχνοντας έναν άνετο χώρο, δίπλα στο μπαρ, με χαμηλά τραπεζάκια και μαλακές πολυθρόνες.
Εκείνη κοίταξε το ρολόι της και ζύγισε για λίγο την πρόταση, πράγμα που τάραξε το ΜακΚίντοκ, και μετά είπε:
<Μα ναι, εξάλλου δεν είναι και τόσο αργά>.
Πήρε το ποτήρι της και πήγε μαζί του προς τα τραπεζάκια. Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλον, με ένα τραπεζάκι ανάμεσά τους.
Εκείνη ήπιε άλλη μία γουλιά σέρι, ο ΜακΚίντοκ, που δεν είχε πια τίποτα να πιει, στράφηκε προς τον πάγκο του μπαρ κι έκανε νόημα στο μπάρμαν, ο οποίος μόλις είχε γυρίσει στη θέση του. Εκείνος έφτασε αμέσως και ο ΜακΚίντοκ απευθύνθηκε στη Σίνθια:
<Μπορώ να σας προσφέρω κάτι; Όπως αλμυρά σνακς, ή ίσως κάποιο γλυκό; Ένα παγωτό;>
Εκείνη το σκέφτηκε και αποφάσισε:
<Γιατί όχι; Αλμυρά σνακς, ευχαριστώ>.
Ο ΜακΚίντοκ, αντίθετα, παρήγγειλε ένα τόνικ κι ο μπάρμαν έφυγε για να ετοιμάσει την παραγγελία.
Η Σίνθια σταύρωσε τα πόδια και πήρε μία πολύ άνετη στάση.
<Πώς βρεθήκατε στο Μπέρμιγχαμ;> τον ρώτησε.
<Είμαι εδώ για το συνέδριο πάνω στην ελληνική μυθολογία. Είμαι καθηγητής Κλασσικών Σπουδών και θέλω να ενημερώνομαι>.
<Α, καταλαβαίνω. Και για αυτό ξέρατε τα πάντα για την Άρτεμη. Αλλά...> πρόσθεσε με λίγη δόση κακίας <… κι αν σας έστελνα ένα αγριογούρουνο;>
Ο ΜακΚίντοκ έμεινε εμβρόντητος. Ανατρίχιασε ως τις ρίζες τον μαλλιών κι αισθανόταν εντελώς ηλίθιος. Η Σίνθια ήξερε τα πάντα για την Άρτεμη, τα πάντα! Του έκανε πλάκα εκείνη την ώρα κι εκείνος την πάτησε.
<Θα είχα το τέλος του Άδωνη, που σκοτώθηκε από ένα αγριογούρουνο, που έστειλε η Άρτεμις>, σημείωσε μελαγχολικά. Μετά είχε μία έμπνευση:
<Μα ήταν λογικό: ποιος θα μπορούσε να ξέρει του θρύλους για εκείνη, περισσότερο από την ίδια τη θεά;>
Η Σίνθια χαμογέλασε κολακευμένη.
<Αυτό σημαίνει ότι αυτή τη φορά θα φανώ μεγαλόψυχη. Γιατί, επιπλέον, αυτή η θεά ασχολείται περισσότερο με επενδύσεις, παρά με σαπουνόπερες του Ολύμπου>.
Τώρα χαμογέλασε και ο ΜακΚίντοκ κι αισθάνθηκε χαρούμενος που τη γνώρισε. Ήταν μία γυναίκα μορφωμένη κι έξυπνη, απίστευτα συναρπαστική.
Ο μπάρμαν έφερε τις παραγγελίες. Επειδή η Σίνθια είχε τελειώσει το σέρι, ο ΜακΚίντοκ την κοίταξε διερευνητικά κι εκείνη παρήγγειλε:
<Τόνικ και για μένα, ευχαριστώ>.
Ξεκίνησαν να σερβίρονται τα αλμυρά σνακς, τα οποία ήταν πραγματικά ποικίλα και λαχταριστά. Για λίγη ώρα έμειναν σιωπηλοί και, μετά, ο ΜακΚίντοκ τη ρώτησε: