banner banner banner
Οι Απόκληροι
Οι Απόκληροι
Оценить:
 Рейтинг: 0

Οι Απόκληροι


Όταν κι οι τρεις χάθηκαν στις σκέψεις του, η Ντα ξύπνησε.

«Βρήκατε καμιά ιδέα ή να προτείνω λύσεις;»

«Όχι, θεία» παραδέχτηκε η Γουάν «Ο Ντεν είχε κάποιες ιδέες, αλλά δεν είναι εφαρμόσιμες. Δυστυχώς, μείναμε με τις προτάσεις που είπες πριν λίγες ώρες».

«Φαντάστηκα ότι αυτό θα γινόταν, αλλά για να είμαι ειλικρινής, δεν υπάρχει εύκολη λύση στο πρόβλημα. Κι εγώ, επίσης, απέκλεισα όλα μου τα γιατροσόφια, αλλά αρχίζει και βραδιάζει και έχω κουραστεί, οπότε μπορεί κάποιος από εσάς να με πάει σπίτι και να σκεφτούμε καλύτερα το θέμα;»

«Περίμεναν να γυρίσει ο Ντεν πριν φάνε, ελέγξουν τα ζώα, κάνουν ντους εναλλάξ και περνώντας τις τελευταίες στιγμές της μέρας πριν πάνε για ύπνο νωρίς καθώς ήταν όλοι συναισθηματικά μουδιασμένοι. Ωστόσο, η αλήθεια ήταν ότι κανείς δεν ήθελε να ανέβει πάνω και να είναι μόνος του με έναν βρικόλακα, οπότε προτιμούσαν να ανέβουν όλοι μαζί.

Η Γουάν δεν ήθελε να κοιμηθεί μαζί του, αλλά ένιωθε υποχρεωμένη, κι ως μεγαλύτερη, ανέβηκε πρώτη, με ένα κερί στο χέρι και τα παιδιά να την ακολουθούν.

Σταμάτησαν στο γαμήλιο κρεβάτι και τον κοίταξαν. Ο Χενγκ ήταν καθιστός στο κρεβάτι, με χλωμό πρόσωπο, και κοραλλί μάτια που έλαμπαν στο σκοτάδι.

«Καλησπέρα, οικογένεια!» είπε με σιγανή βραχνή φωνή.

Πήγαν κι οι τρεις στα κρεβάτια τους, αλλά δεν μπορούσαν να πάρουν τα μάτια τους από τον Χενγκ που δεν κουνιόταν και κοιτούσε μπροστά του.

1 3. Ο ΒΡΙΚΟΛΑΚΑΣ ΧΕΝΓΚ

Όταν ξύπνησαν το πρωί, έχοντας σταδιακά κοιμηθεί από την κούραση, ο Χενγκ ήταν καλυμμένος με κουβέρτες και κι ένα μαξιλάρι στο κεφάλι του.

Όλοι κατέβηκαν γρήγορα κάτω, προσπερνώντας γρήγορα το κρεβάτι του.

«Μαμά, είδες τον μπαμπά χθες το βράδυ;» ρώτησε ο Ντεν. «Τα μάτια του και το δέρμα του έλαμπαν στο δωμάτιο, αλλά ήταν τα μάτια του, σωστά; Ήταν μαύρα σαν τα δικά μας, αλλά τώρα είναι κόκκινα με ροζ. Πρέπει να έχει σχέση με το αίμα».

«Δεν ξέρω, καλέ μου, αλλά πρέπει να έχεις δίκιο. Πήγαινε με την αδερφή σου να φέρεται λίγο ακόμα γάλα. Θυμάσαι πώς πήρε το αίμα η θεία σου;»

«Ναι, μαμά, αλλά θα πάρω από άλλον τράγο σήμερα για να θεραπευθεί ο χθεσινός, εντάξει;»

«Ναι, καλή ιδέα, Ντεν.Χρησιμοποίησε διαφορετικό τράγο κάθε μέρα για αίμα κι η Ντιν να συνεχίσει την καθημερινότητά της με το γάλα. Προς το παρόν τουλάχιστον, το γάλα από τις κατσίκες είναι όλο για τον πατέρα σας, εντάξει; Το χρειάζεται περισσότερο από εμάς και δεν θέλουμε να πεινάσει στη μέση της νύχτας, σωστά;»

«Φυσικά κι όχι, μαμά! Μου πήρε πολλή ώρα να κοιμηθώ χθες. Φοβόμουν ότι ο μπαμπάς θα σηκωθεί και θα περπατάει ίσως ψάχνοντας κάτι ή κάποιον να φάει».

«Μην ανησυχείς για τέτοια πράγματα, Ντεν. Είμαι πιο κοντά από εσένα, οπότε σε μένα θα έρθει πρώτα, αλλά αν δεις έναν ζαρωμένο, αιματοβαμμένο σάκο από δέρμα στο κρεβάτι του, φύγε. Το ίδιο κι αν δεις τέσσερα κόκκινα μάτια να σε κοιτάνε από την κουνουπιέρα κάποιο πρωινό».

«Να είσαι σίγουρη! Πάω να πάρω το αίμα τώρα! Πού είναι η Ντιν;»

«Δεν ξέρω, ίσως ξεκίνησε ήδη. Κάνε τη δουλειά σου κι εγώ θα πάω να πάρω τη θεία Ντα με το μηχανάκι· νομίζω ότι χρειαζόμαστε ακόμη βοήθεια με τον πατέρα σου. Να περιμένετε με την αδερφή σου να γυρίσω για να ανεβείτε πάνω, εντάξει;»

«Ναι, μαμά, δεν χρειάζεται να το πεις ξανά, αλλά τι θα γίνει αν κατέβει κάτω;»

«Δεν νομίζω να κατέβει. Κοιμόταν του καλού καιρού όταν σηκώθηκα από το κρεβάτι, αλλά όχι για πολύ ακόμα. Ακόμα κι αν σηκωθεί, μην τον αφήσετε να σας φιλήσει για καλημέρα».

Η Γουάν επέστρεψε μετά από δέκα λεπτά με την Ντα, η οποία καθόταν στο τραπέζι της περιμένοντας την αναπόφευκτη επίσκεψη από κάποιον από την οικογένεια του Χενγκ.

Όταν επέστρεψαν, Ο Χενγκ δεν είχε κατέβει, η Ντιν μάζεψε το γάλα κι ο Ντεν ήταν σχεδόν έτοιμος.

«Εντάξει» είπε η Ντα «Προς το παρόν, προτείνω μισό γάλα κατσίκας, μισό αίμα με μια κουταλιά του γλυκού βασιλικού, κόλιανδρο και μία πρέζα από αυτό. Καλό ανακάτεμα κι είναι έτοιμο. Δώστε του μισό λίτρο το πρωί και το υπόλοιπο πριν κοιμηθεί. Θα φτάσει για τώρα. Μην του δώσετε σκόρδο, είναι κακό για τους βρικόλακες! Πάμε να τον δούμε τώρα».

«Πριν ανέβουμε, θεία Ντα, πρέπει να σου πω ότι χθες το βράδυ καθόταν ξύπνιος στο κρεβάτι λαμπυρίζοντας σαν φάρος με το ωχρό δέρμα του και τα ροζ μάτια του με τις κόκκινες κόρες. Κι όταν μας μίλησε! Βούδα μου! Δεν έχω ακούσει ποτέ ξανά κάτι τέτοιο. Μας είπε «Καλησπέρα, οικογένεια!» με μία παράξενη βαθιά φωνή· ήταν πολύ τρομακτικό».

«Ξέχασέ το. Πάμε τώρα να τον δούμε».

Ανέβηκαν πάνω με το μιλκσέικ και μπήκαν στο δωμάτιο. Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά οπότε επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι. Η Γουάν βγήκε πάλι έξω, πήρε ένα κερί, το άναψε με έναν αναπτήρα που κρεμόταν σε ένα σκοινί εκεί κοντά και μπήκε πάλι στον δωμάτιο ενώ η Ντα είχε πλησιάσει κοντά στο κρεβάτι που κοιμόταν ο Χενγκ.

Το φως του κεριού δεν αποκάλυψε κάτι διαφορετικό, οπότε έδεσαν την κουνουπιέρα και κάθισαν στο κρεβάτι. Η Γουάν σήκωσε τα σκεπάσματα κι εκεί κειτόταν, ξαπλωμένος, γυμνός με τα χέρια ανοιχτά σαν τον Χριστό στον Σταυρό, με μάτια ανοιχτά σαν δύο βαθείς κόκκινοι κύκλοι μέσα σε ροζ αμύγδαλα περιστοιχίζοντας μία φρικιαστική, ανέκφραστη μάσκα και δύο χείλη σαν μικρές γραμμές.

Η Γουάν κοίταξε ερωτηματικά τη Ντα που εξέταζε τον ασθενή. Έβαλε την ανάστροφη του χεριού της στο μέτωπο του και δεν εξεπλάγη που είχε κανονικά θερμοκρασία.

«Πώς είσαι σήμερα, Χενγκ;» ρώτησε η γυναίκα του.

«Πεινάω. Όχι, διψάω» είπε με λέξεις που βγήκαν από το στόμα του σαν βράχοι σε κατολίσθηση.

«Εντάξει, καλέ μου, ανακάθισε. Έχουμε ακόμα λίγο υπέροχο μιλκσέικ για σένα».

Τακτοποίησαν τα μαξιλάρια, τον έβαλαν να σηκωθεί και τον σκέπασαν με μία κουβέρτα.

«Πιες αυτό, αγάπη μου. Είναι η γεύση που σου άρεσε περισσότερο χθες».

Η Ντα έβαλε λίγο σε ένα ποτήρι μαζί με ένα καλαμάκι. Ο Χενγκ ήπιε δύο ποτήρια από το ροζ υγρό με ένα μείγμα από βότανα και ζωντάνεψε. Κάθισε καλά και κοίταξε γύρω του σαν να ήταν η πρώτη φορά.

«Σου αρέσει, Χενγκ; ρώτησε η Ντα. «Βλέπω ότι είσαι πιο ζωντανός από ο,τι όταν ήρθαμε. Νομίζεις ότι μπορείς να κατέβεις; Ο ήλιος θα σου κάνει καλό γιατί είσαι λίγο χλωμός. Δεν συνηθίζεις να μένεις μέσα, σωστά;»

Ο Χενγκ την κοίταξε σαν να μιλούσε μία ξένη γλώσσα και μετά κοίταξε τη γυναίκα του.

«Θες να πας τουαλέτα, Χενγκ; Έχουν περάσει πολλές ώρες. Πώς είσαι εκεί κάτω; Θες να πάμε τουαλέτα ή να σου φέρω έναν κουβά εδώ;»

«Ναι, καλή ιδέα. Θέλω να πάω κάτω στην τουαλέτα, αλλά πρώτα θέλω λίγο ακόμη μιλκσέικ».

Αφού καμία από τις δύο δεν ήξερε πόσο έπρεπε να πιει, τον άφησαν να πιει όσο ήθελε κι έτσι ήπιε όλο το λίτρο.

Η Ντα καθόταν και παρακολουθούσε καθώς η Γουάν τον βοηθούσε να ντυθεί. Μόλις έδρασε το μιλκσέικ, ο Χενγκ αναζωογονήθηκε.

«Έλα, καλέ μου, να σε ντύσω και να κατέβουμε κάτω».

Τον έπιασαν από τα μπράτσα και βοήθησαν τον άντρα που έτρεμε να σηκωθεί. Ήταν σαν ποδήλατο με ετοιμόρροπα λάστιχα. Όταν έφτασε στο πλατύσκαλο, μόρφασε λίγο στη θέα του ήλιου, αλλά όλοι έτσι θα αντιδρούσαν αν ήταν κλεισμένοι μισή μέρα μέσα στο σκοτάδι. Ο Ντεν κι η Ντιν είδαν τον πατέρα τους να κατέβει τη σκάλα σαν αλκοολικός υποβασταζόμενος από τη γυναίκα και τη θεία του.

Τρόμαξαν που έδειχνε τόσο εύθραυστος και διαφορετικός. Ο Χενγκ ήταν πάντα αδύνατος, αλλά τώρα ήταν κοκαλιάρης, λευκός σαν τον χιόνι και με δύο κόκκινα αμύγδαλα για μάτια. Μετακινήθηκαν ότι έγειρε στο τραπέζι να ξαποστάσει.

«Ντεν, έχεις ακόμα τα παλιά γυαλιά ηλίου; Νομίζω ότι ο πατέρας σου τα χρειάζεται σήμερα καθώς τα μάτια του είναι λίγο ευαίσθητα».

Η Ντα είπε «Μπορείς να πας μόνη σου τον Χενγκ στο μπάνιο ή θες να σε βοηθήσει ο Ντεν;»

«Όχι, νομίζω ότι θα τα καταφέρω».

Τον οδήγησε και με το ελεύθερο χέρι του προστάτευε τα μάτια του από τον ήλιο.

Όταν τον έβαλαν στο τραπέζι μετά από δεκαπέντε λεπτά, φαινόταν εξουθενωμένος από την προσπάθεια.